Ancient Greek-English Dictionary Language

πράκτωρ

Third declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πράκτωρ πράκτορος

Structure: πρακτορος (Stem)

Etym.: = prakth/r

Sense

  1. one who does or executes, an accomplisher
  2. one who exacts payment, a tax-gatherer
  3. one who exacts punishment, a punisher, avenger, avenging

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὅπωσ Ἀχαιῶν δίθρονον κράτοσ, Ἑλλάδοσ ἥβασ, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ, Σφίγγα δυσαμεριᾶν πρύτανιν κύνα, πέμπει, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ, σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι θούριοσ ὄρνισ, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ, κυρεῖν παρασχὼν ἰταμαῖσ κυσὶν ἀεροφοίτοισ, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ, τὸ συγκλινέσ τ’ ἐπ’ Αἰάντι, τοφλαττοθρατ τοφλαττοθρατ. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, lyric1)
  • ὅπωσ Ἀχαι‐ ῶν δίθρονον κράτοσ, Ἑλλάδοσ ἥβασ ξύμφρονα ταγάν, πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι θούριοσ ὄρνισ Τευκρίδ’ ἐπ’ αἰᾶν, οἰωνῶν βασιλεὺσ βασιλεῦσι νε‐ ῶν ὁ κελαινόσ, ὅ τ’ ἐξόπιν ἀργᾶσ, φανέντεσ ἴ‐ κταρ μελάθρων χερὸσ ἐκ δοριπάλτου παμπρέπτοισ ἐν ἕδραισιν, βοσκόμενοι λαγίναν, ἐρικύμονα φέρματι γένναν, βλαβέντα λοισθίων δρόμων. (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 13)
  • ὡσ γὰρ ὑπάγεισ μετὰ τοῦ ἀντιδίκου σου ἐπ’ ἄρχοντα, ἐν τῇ ὁδῷ δὸσ ἐργασίαν ἀπηλλάχθαι [ἀπ’] αὐτοῦ, μή ποτε κατασύρῃ σε πρὸσ τὸν κριτήν, καὶ ὁ κριτήσ σε παραδώσει τῷ πράκτορι, καὶ ὁ πράκτωρ σε βαλεῖ εἰσ φυλακήν. (, chapter 3 623:1)

Synonyms

  1. one who exacts payment

  2. one who exacts punishment

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION