헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πορφυρεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πορφυρεύω

형태분석: πορφυρεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to catch purple fish.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πορφυρεύω

πορφυρεύεις

πορφυρεύει

쌍수 πορφυρεύετον

πορφυρεύετον

복수 πορφυρεύομεν

πορφυρεύετε

πορφυρεύουσιν*

접속법단수 πορφυρεύω

πορφυρεύῃς

πορφυρεύῃ

쌍수 πορφυρεύητον

πορφυρεύητον

복수 πορφυρεύωμεν

πορφυρεύητε

πορφυρεύωσιν*

기원법단수 πορφυρεύοιμι

πορφυρεύοις

πορφυρεύοι

쌍수 πορφυρεύοιτον

πορφυρευοίτην

복수 πορφυρεύοιμεν

πορφυρεύοιτε

πορφυρεύοιεν

명령법단수 πορφύρευε

πορφυρευέτω

쌍수 πορφυρεύετον

πορφυρευέτων

복수 πορφυρεύετε

πορφυρευόντων, πορφυρευέτωσαν

부정사 πορφυρεύειν

분사 남성여성중성
πορφυρευων

πορφυρευοντος

πορφυρευουσα

πορφυρευουσης

πορφυρευον

πορφυρευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πορφυρεύομαι

πορφυρεύει, πορφυρεύῃ

πορφυρεύεται

쌍수 πορφυρεύεσθον

πορφυρεύεσθον

복수 πορφυρευόμεθα

πορφυρεύεσθε

πορφυρεύονται

접속법단수 πορφυρεύωμαι

πορφυρεύῃ

πορφυρεύηται

쌍수 πορφυρεύησθον

πορφυρεύησθον

복수 πορφυρευώμεθα

πορφυρεύησθε

πορφυρεύωνται

기원법단수 πορφυρευοίμην

πορφυρεύοιο

πορφυρεύοιτο

쌍수 πορφυρεύοισθον

πορφυρευοίσθην

복수 πορφυρευοίμεθα

πορφυρεύοισθε

πορφυρεύοιντο

명령법단수 πορφυρεύου

πορφυρευέσθω

쌍수 πορφυρεύεσθον

πορφυρευέσθων

복수 πορφυρεύεσθε

πορφυρευέσθων, πορφυρευέσθωσαν

부정사 πορφυρεύεσθαι

분사 남성여성중성
πορφυρευομενος

πορφυρευομενου

πορφυρευομενη

πορφυρευομενης

πορφυρευομενον

πορφυρευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to catch purple fish

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION