Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυπραγμοσύνη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πολυπραγμοσύνη

Structure: πολυπραγμοσυν (Stem) + η (Ending)

Sense

  1. the character and conduct of the polupra/gmwn, curiosity, officiousness, meddlesomeness

Examples

  • πολυπραγμοσύνη νυν ἐσ κεφαλὴν τράποιτ’ ἐμοί. (Aristophanes, Acharnians, Episode, lyric 2:47)
  • εἰ δὲ μή, μεταλαμβάνειν γε καὶ μεθαρμόττειν ἁμωσγέπωσ περιάγοντασ ἢ στρέφοντασ, οἱο͂ν εὐθὺσ ἡ πολυπραγμοσύνη φιλομάθειὰ τίσ ἐστιν ἀλλοτρίων κακῶν, οὔτε φθόνου δοκοῦσα καθαρεύειν νόσοσ οὔτε κακοηθείασ τί τἀλλότριον, ἄνθρωπε βασκανώτατε, κακὸν ὀξυδορκεῖσ τὸ δ’ ἴδιον παραβλέπεισ; (Plutarch, De curiositate, section 1 2:1)
  • ἀλλ’ ἐοίκεν ἡ πολυπραγμοσύνη μὴ χαίρειν ἑώλοισ κακοῖσ ἀλλὰ θερμοῖσ καὶ προσφάτοισ· (Plutarch, De curiositate, section 61)
  • ἔστι γὰρ ἡ πολυπραγμοσύνη φιλοπευστία τῶν ἐν ἀποκρύψει καὶ λανθανόντων· (Plutarch, De curiositate, section 6 3:2)
  • ἐοίκε γάρ ἥ τε μοιχεία πολυπραγμοσύνη τισ ἀλλοτρίασ ἡδονῆσ εἶναι καὶ ζήτησισ καὶ ἔρευνα τῶν φυλαττομένων καὶ λανθανόντων τοὺσ πολλούσ· (Plutarch, De curiositate, section 8 1:9)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION