Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυφθόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολυφθόρος πολυφθόρον

Structure: πολυφθορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fqei/rw

Sense

  1. destroying many, deathful, rife with death or ruin

Examples

  • "τὰ γὰρ ἐν ἀνθρώποισ αἴσχιστα ῥήματα, βωμολοχίασ, ληκυθισμοὺσ, ἀλαζονείασ, ἑταιρήσεισ, ἀνδροφονίασ, βαρυστόνουσ, πολυφθόρουσ, βαρυεγκεφάλουσ συναγαγόντεσ Ἀριστοτέλουσ καὶ Σωκράτουσ καὶ Πυθαγόρου καὶ Πρωταγόρου καὶ Θεοφράστου καὶ Ἡρακλείδου καὶ Ἱππάρχου καὶ τίνοσ γὰρ οὐχὶ τῶν ἐπιφανῶν; (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 2 2:2)
  • πάρεστι δ’ εἰπεῖν ἐπ’ ἀθλίοισιν ὡσ ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίτασ, ξένων τε πάντων στίχασ πολυφθόρουσ ἐν δαί̈. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, antistrophe 31)
  • τὴν τῆσδε πρῶτον ἱστορήσωμεν νόσον, αὐτῆσ λεγούσησ τὰσ πολυφθόρουσ τύχασ· (Aeschylus, Prometheus Bound, episode23)
  • καὶ τοὺσ διαλεκτικοὺσ πολυφθόρουσ, Πύρρωνα δ’ ἀμαθῆ καὶ ἀπαίδευτον. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 8:8)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION