헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποκίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποκίζω

형태분석: ποκίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: po/kos

  1. to shear wool, to shear for oneself

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποκίζω

ποκίζεις

ποκίζει

쌍수 ποκίζετον

ποκίζετον

복수 ποκίζομεν

ποκίζετε

ποκίζουσιν*

접속법단수 ποκίζω

ποκίζῃς

ποκίζῃ

쌍수 ποκίζητον

ποκίζητον

복수 ποκίζωμεν

ποκίζητε

ποκίζωσιν*

기원법단수 ποκίζοιμι

ποκίζοις

ποκίζοι

쌍수 ποκίζοιτον

ποκιζοίτην

복수 ποκίζοιμεν

ποκίζοιτε

ποκίζοιεν

명령법단수 πόκιζε

ποκιζέτω

쌍수 ποκίζετον

ποκιζέτων

복수 ποκίζετε

ποκιζόντων, ποκιζέτωσαν

부정사 ποκίζειν

분사 남성여성중성
ποκιζων

ποκιζοντος

ποκιζουσα

ποκιζουσης

ποκιζον

ποκιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποκίζομαι

ποκίζει, ποκίζῃ

ποκίζεται

쌍수 ποκίζεσθον

ποκίζεσθον

복수 ποκιζόμεθα

ποκίζεσθε

ποκίζονται

접속법단수 ποκίζωμαι

ποκίζῃ

ποκίζηται

쌍수 ποκίζησθον

ποκίζησθον

복수 ποκιζώμεθα

ποκίζησθε

ποκίζωνται

기원법단수 ποκιζοίμην

ποκίζοιο

ποκίζοιτο

쌍수 ποκίζοισθον

ποκιζοίσθην

복수 ποκιζοίμεθα

ποκίζοισθε

ποκίζοιντο

명령법단수 ποκίζου

ποκιζέσθω

쌍수 ποκίζεσθον

ποκιζέσθων

복수 ποκίζεσθε

ποκιζέσθων, ποκιζέσθωσαν

부정사 ποκίζεσθαι

분사 남성여성중성
ποκιζομενος

ποκιζομενου

ποκιζομενη

ποκιζομενης

ποκιζομενον

ποκιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shear wool

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION