헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποιπνύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποιπνύω

형태분석: ποιπνύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: u of pres. long before a long syll., short before a short syll

  1. to be out of breath, to puff or bustle about, make haste and

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποιπνύω

ποιπνύεις

ποιπνύει

쌍수 ποιπνύετον

ποιπνύετον

복수 ποιπνύομεν

ποιπνύετε

ποιπνύουσιν*

접속법단수 ποιπνύω

ποιπνύῃς

ποιπνύῃ

쌍수 ποιπνύητον

ποιπνύητον

복수 ποιπνύωμεν

ποιπνύητε

ποιπνύωσιν*

기원법단수 ποιπνύοιμι

ποιπνύοις

ποιπνύοι

쌍수 ποιπνύοιτον

ποιπνυοίτην

복수 ποιπνύοιμεν

ποιπνύοιτε

ποιπνύοιεν

명령법단수 ποίπνυε

ποιπνυέτω

쌍수 ποιπνύετον

ποιπνυέτων

복수 ποιπνύετε

ποιπνυόντων, ποιπνυέτωσαν

부정사 ποιπνύειν

분사 남성여성중성
ποιπνυων

ποιπνυοντος

ποιπνυουσα

ποιπνυουσης

ποιπνυον

ποιπνυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποιπνύομαι

ποιπνύει, ποιπνύῃ

ποιπνύεται

쌍수 ποιπνύεσθον

ποιπνύεσθον

복수 ποιπνυόμεθα

ποιπνύεσθε

ποιπνύονται

접속법단수 ποιπνύωμαι

ποιπνύῃ

ποιπνύηται

쌍수 ποιπνύησθον

ποιπνύησθον

복수 ποιπνυώμεθα

ποιπνύησθε

ποιπνύωνται

기원법단수 ποιπνυοίμην

ποιπνύοιο

ποιπνύοιτο

쌍수 ποιπνύοισθον

ποιπνυοίσθην

복수 ποιπνυοίμεθα

ποιπνύοισθε

ποιπνύοιντο

명령법단수 ποιπνύου

ποιπνυέσθω

쌍수 ποιπνύεσθον

ποιπνυέσθων

복수 ποιπνύεσθε

ποιπνυέσθων, ποιπνυέσθωσαν

부정사 ποιπνύεσθαι

분사 남성여성중성
ποιπνυομενος

ποιπνυομενου

ποιπνυομενη

ποιπνυομενης

ποιπνυομενον

ποιπνυομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION