헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποιολογέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποιολογέω ποιολογήσω

형태분석: ποιολογέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: poi/a, le/gw

  1. to gather corn into sheaves

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποιολόγω

ποιολόγεις

ποιολόγει

쌍수 ποιολόγειτον

ποιολόγειτον

복수 ποιολόγουμεν

ποιολόγειτε

ποιολόγουσιν*

접속법단수 ποιολόγω

ποιολόγῃς

ποιολόγῃ

쌍수 ποιολόγητον

ποιολόγητον

복수 ποιολόγωμεν

ποιολόγητε

ποιολόγωσιν*

기원법단수 ποιολόγοιμι

ποιολόγοις

ποιολόγοι

쌍수 ποιολόγοιτον

ποιολογοίτην

복수 ποιολόγοιμεν

ποιολόγοιτε

ποιολόγοιεν

명령법단수 ποιολο͂γει

ποιολογεῖτω

쌍수 ποιολόγειτον

ποιολογεῖτων

복수 ποιολόγειτε

ποιολογοῦντων, ποιολογεῖτωσαν

부정사 ποιολόγειν

분사 남성여성중성
ποιολογων

ποιολογουντος

ποιολογουσα

ποιολογουσης

ποιολογουν

ποιολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποιολόγουμαι

ποιολόγει, ποιολόγῃ

ποιολόγειται

쌍수 ποιολόγεισθον

ποιολόγεισθον

복수 ποιολογοῦμεθα

ποιολόγεισθε

ποιολόγουνται

접속법단수 ποιολόγωμαι

ποιολόγῃ

ποιολόγηται

쌍수 ποιολόγησθον

ποιολόγησθον

복수 ποιολογώμεθα

ποιολόγησθε

ποιολόγωνται

기원법단수 ποιολογοίμην

ποιολόγοιο

ποιολόγοιτο

쌍수 ποιολόγοισθον

ποιολογοίσθην

복수 ποιολογοίμεθα

ποιολόγοισθε

ποιολόγοιντο

명령법단수 ποιολόγου

ποιολογεῖσθω

쌍수 ποιολόγεισθον

ποιολογεῖσθων

복수 ποιολόγεισθε

ποιολογεῖσθων, ποιολογεῖσθωσαν

부정사 ποιολόγεισθαι

분사 남성여성중성
ποιολογουμενος

ποιολογουμενου

ποιολογουμενη

ποιολογουμενης

ποιολογουμενον

ποιολογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποιολογήσω

ποιολογήσεις

ποιολογήσει

쌍수 ποιολογήσετον

ποιολογήσετον

복수 ποιολογήσομεν

ποιολογήσετε

ποιολογήσουσιν*

기원법단수 ποιολογήσοιμι

ποιολογήσοις

ποιολογήσοι

쌍수 ποιολογήσοιτον

ποιολογησοίτην

복수 ποιολογήσοιμεν

ποιολογήσοιτε

ποιολογήσοιεν

부정사 ποιολογήσειν

분사 남성여성중성
ποιολογησων

ποιολογησοντος

ποιολογησουσα

ποιολογησουσης

ποιολογησον

ποιολογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποιολογήσομαι

ποιολογήσει, ποιολογήσῃ

ποιολογήσεται

쌍수 ποιολογήσεσθον

ποιολογήσεσθον

복수 ποιολογησόμεθα

ποιολογήσεσθε

ποιολογήσονται

기원법단수 ποιολογησοίμην

ποιολογήσοιο

ποιολογήσοιτο

쌍수 ποιολογήσοισθον

ποιολογησοίσθην

복수 ποιολογησοίμεθα

ποιολογήσοισθε

ποιολογήσοιντο

부정사 ποιολογήσεσθαι

분사 남성여성중성
ποιολογησομενος

ποιολογησομενου

ποιολογησομενη

ποιολογησομενης

ποιολογησομενον

ποιολογησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to gather corn into sheaves

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION