Ancient Greek-English Dictionary Language

πλωτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πλωτικός πλωτική πλωτικόν

Structure: πλωτικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. skilled in seamanship, a seaman, a shipowner

Examples

  • ἔδοξεν οὖν τῷ Κάτωνι τοὺσ γραμματοφόρουσ ἐπισχεῖν, ἄχρι οὗ βεβαιώσῃ τὰ παρὰ τῶν τριακοσίων, οἱ μὲν γὰρ ἀπὸ βουλῆσ ἦσαν πρόθυμοι, καὶ τοὺσ οἰκέτασ εὐθὺσ ἀφιέντεσ ἐλευθέρουσ ὥπλιζον τῶν δὲ τριακοσίων, ἅτε δὴ πλωτικῶν καὶ δανειστικῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ πλεῖστον ἐν τοῖσ οἰκέταισ τῆσ οὐσίασ ἐχόντων, οὐ πολὺν οἱ Κάτωνοσ λόγοι χρόνον ἐμμείναντεσ ἐξερρύησαν καθάπερ γὰρ τῶν σωμάτων τὰ μανὰ δέχεται ῥᾳδίωσ τὴν θερμότητα καὶ πάλιν μεθίησι, τοῦ πυρὸσ ἀπαχθέντοσ ψυχούμενα, παραπλησίωσ ἐκείνουσ ὁ μὲν Κάτων ὁρώμενοσ ἀνεζωπύρει καὶ διεθέρμαινεν, αὐτοὺσ δὲ ἑαυτοῖσ λόγον διδόντασ ὁ Καίσαροσ φόβοσ ἐξέκρουσε τῆσ πρὸσ Κάτωνα καὶ τὸ καλὸν αἰδοῦσ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 61 1:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION