Ancient Greek-English Dictionary Language

πλινθοποιέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: πλινθοποιέω πλινθοποιήσω

Structure: πλινθοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make bricks

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πλινθοποίω πλινθοποίεις πλινθοποίει
Dual πλινθοποίειτον πλινθοποίειτον
Plural πλινθοποίουμεν πλινθοποίειτε πλινθοποίουσιν*
SubjunctiveSingular πλινθοποίω πλινθοποίῃς πλινθοποίῃ
Dual πλινθοποίητον πλινθοποίητον
Plural πλινθοποίωμεν πλινθοποίητε πλινθοποίωσιν*
OptativeSingular πλινθοποίοιμι πλινθοποίοις πλινθοποίοι
Dual πλινθοποίοιτον πλινθοποιοίτην
Plural πλινθοποίοιμεν πλινθοποίοιτε πλινθοποίοιεν
ImperativeSingular πλινθοποῖει πλινθοποιεῖτω
Dual πλινθοποίειτον πλινθοποιεῖτων
Plural πλινθοποίειτε πλινθοποιοῦντων, πλινθοποιεῖτωσαν
Infinitive πλινθοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πλινθοποιων πλινθοποιουντος πλινθοποιουσα πλινθοποιουσης πλινθοποιουν πλινθοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πλινθοποίουμαι πλινθοποίει, πλινθοποίῃ πλινθοποίειται
Dual πλινθοποίεισθον πλινθοποίεισθον
Plural πλινθοποιοῦμεθα πλινθοποίεισθε πλινθοποίουνται
SubjunctiveSingular πλινθοποίωμαι πλινθοποίῃ πλινθοποίηται
Dual πλινθοποίησθον πλινθοποίησθον
Plural πλινθοποιώμεθα πλινθοποίησθε πλινθοποίωνται
OptativeSingular πλινθοποιοίμην πλινθοποίοιο πλινθοποίοιτο
Dual πλινθοποίοισθον πλινθοποιοίσθην
Plural πλινθοποιοίμεθα πλινθοποίοισθε πλινθοποίοιντο
ImperativeSingular πλινθοποίου πλινθοποιεῖσθω
Dual πλινθοποίεισθον πλινθοποιεῖσθων
Plural πλινθοποίεισθε πλινθοποιεῖσθων, πλινθοποιεῖσθωσαν
Infinitive πλινθοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πλινθοποιουμενος πλινθοποιουμενου πλινθοποιουμενη πλινθοποιουμενης πλινθοποιουμενον πλινθοποιουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πλινθοποιήσω πλινθοποιήσεις πλινθοποιήσει
Dual πλινθοποιήσετον πλινθοποιήσετον
Plural πλινθοποιήσομεν πλινθοποιήσετε πλινθοποιήσουσιν*
OptativeSingular πλινθοποιήσοιμι πλινθοποιήσοις πλινθοποιήσοι
Dual πλινθοποιήσοιτον πλινθοποιησοίτην
Plural πλινθοποιήσοιμεν πλινθοποιήσοιτε πλινθοποιήσοιεν
Infinitive πλινθοποιήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πλινθοποιησων πλινθοποιησοντος πλινθοποιησουσα πλινθοποιησουσης πλινθοποιησον πλινθοποιησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πλινθοποιήσομαι πλινθοποιήσει, πλινθοποιήσῃ πλινθοποιήσεται
Dual πλινθοποιήσεσθον πλινθοποιήσεσθον
Plural πλινθοποιησόμεθα πλινθοποιήσεσθε πλινθοποιήσονται
OptativeSingular πλινθοποιησοίμην πλινθοποιήσοιο πλινθοποιήσοιτο
Dual πλινθοποιήσοισθον πλινθοποιησοίσθην
Plural πλινθοποιησοίμεθα πλινθοποιήσοισθε πλινθοποιήσοιντο
Infinitive πλινθοποιήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πλινθοποιησομενος πλινθοποιησομενου πλινθοποιησομενη πλινθοποιησομενης πλινθοποιησομενον πλινθοποιησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make bricks

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION