헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλεκτικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλεκτικός

형태분석: πλεκτικ (어간) + ος (어미)

어원: ple/kw

  1. of or occupied with plaiting
  2. entangling or interlacing

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πλεκτικός

(이)가

πλεκτική

(이)가

πλέκτικον

(것)가

속격 πλεκτικοῦ

(이)의

πλεκτικῆς

(이)의

πλεκτίκου

(것)의

여격 πλεκτικῷ

(이)에게

πλεκτικῇ

(이)에게

πλεκτίκῳ

(것)에게

대격 πλεκτικόν

(이)를

πλεκτικήν

(이)를

πλέκτικον

(것)를

호격 πλεκτικέ

(이)야

πλεκτική

(이)야

πλέκτικον

(것)야

쌍수주/대/호 πλεκτικώ

(이)들이

πλεκτικᾱ́

(이)들이

πλεκτίκω

(것)들이

속/여 πλεκτικοῖν

(이)들의

πλεκτικαῖν

(이)들의

πλεκτίκοιν

(것)들의

복수주격 πλεκτικοί

(이)들이

πλεκτικαί

(이)들이

πλέκτικα

(것)들이

속격 πλεκτικῶν

(이)들의

πλεκτικῶν

(이)들의

πλεκτίκων

(것)들의

여격 πλεκτικοῖς

(이)들에게

πλεκτικαῖς

(이)들에게

πλεκτίκοις

(것)들에게

대격 πλεκτικούς

(이)들을

πλεκτικᾱ́ς

(이)들을

πλέκτικα

(것)들을

호격 πλεκτικοί

(이)들아

πλεκτικαί

(이)들아

πλέκτικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION