Ancient Greek-English Dictionary Language

πιθανολογέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: πιθανολογέω

Structure: πιθανολογέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to use probable arguments

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πιθανολόγω πιθανολόγεις πιθανολόγει
Dual πιθανολόγειτον πιθανολόγειτον
Plural πιθανολόγουμεν πιθανολόγειτε πιθανολόγουσιν*
SubjunctiveSingular πιθανολόγω πιθανολόγῃς πιθανολόγῃ
Dual πιθανολόγητον πιθανολόγητον
Plural πιθανολόγωμεν πιθανολόγητε πιθανολόγωσιν*
OptativeSingular πιθανολόγοιμι πιθανολόγοις πιθανολόγοι
Dual πιθανολόγοιτον πιθανολογοίτην
Plural πιθανολόγοιμεν πιθανολόγοιτε πιθανολόγοιεν
ImperativeSingular πιθανολο͂γει πιθανολογεῖτω
Dual πιθανολόγειτον πιθανολογεῖτων
Plural πιθανολόγειτε πιθανολογοῦντων, πιθανολογεῖτωσαν
Infinitive πιθανολόγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πιθανολογων πιθανολογουντος πιθανολογουσα πιθανολογουσης πιθανολογουν πιθανολογουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πιθανολόγουμαι πιθανολόγει, πιθανολόγῃ πιθανολόγειται
Dual πιθανολόγεισθον πιθανολόγεισθον
Plural πιθανολογοῦμεθα πιθανολόγεισθε πιθανολόγουνται
SubjunctiveSingular πιθανολόγωμαι πιθανολόγῃ πιθανολόγηται
Dual πιθανολόγησθον πιθανολόγησθον
Plural πιθανολογώμεθα πιθανολόγησθε πιθανολόγωνται
OptativeSingular πιθανολογοίμην πιθανολόγοιο πιθανολόγοιτο
Dual πιθανολόγοισθον πιθανολογοίσθην
Plural πιθανολογοίμεθα πιθανολόγοισθε πιθανολόγοιντο
ImperativeSingular πιθανολόγου πιθανολογεῖσθω
Dual πιθανολόγεισθον πιθανολογεῖσθων
Plural πιθανολόγεισθε πιθανολογεῖσθων, πιθανολογεῖσθωσαν
Infinitive πιθανολόγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πιθανολογουμενος πιθανολογουμενου πιθανολογουμενη πιθανολογουμενης πιθανολογουμενον πιθανολογουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • παραπλήσιον γὰρ φαίνεται μαθηματικοῦ τε πιθανολογοῦντοσ ἀποδέχεσθαι καὶ ῥητορικὸν ἀποδείξεισ ἀπαιτεῖν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 1 14:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION