Ancient Greek-English Dictionary Language

πηλοφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: πηλοφορέω πηλοφορήσω

Structure: πηλοφορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from phlofo/ros

Sense

  1. to carry clay

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πηλοφόρω πηλοφόρεις πηλοφόρει
Dual πηλοφόρειτον πηλοφόρειτον
Plural πηλοφόρουμεν πηλοφόρειτε πηλοφόρουσιν*
SubjunctiveSingular πηλοφόρω πηλοφόρῃς πηλοφόρῃ
Dual πηλοφόρητον πηλοφόρητον
Plural πηλοφόρωμεν πηλοφόρητε πηλοφόρωσιν*
OptativeSingular πηλοφόροιμι πηλοφόροις πηλοφόροι
Dual πηλοφόροιτον πηλοφοροίτην
Plural πηλοφόροιμεν πηλοφόροιτε πηλοφόροιεν
ImperativeSingular πηλοφο͂ρει πηλοφορεῖτω
Dual πηλοφόρειτον πηλοφορεῖτων
Plural πηλοφόρειτε πηλοφοροῦντων, πηλοφορεῖτωσαν
Infinitive πηλοφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πηλοφορων πηλοφορουντος πηλοφορουσα πηλοφορουσης πηλοφορουν πηλοφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πηλοφόρουμαι πηλοφόρει, πηλοφόρῃ πηλοφόρειται
Dual πηλοφόρεισθον πηλοφόρεισθον
Plural πηλοφοροῦμεθα πηλοφόρεισθε πηλοφόρουνται
SubjunctiveSingular πηλοφόρωμαι πηλοφόρῃ πηλοφόρηται
Dual πηλοφόρησθον πηλοφόρησθον
Plural πηλοφορώμεθα πηλοφόρησθε πηλοφόρωνται
OptativeSingular πηλοφοροίμην πηλοφόροιο πηλοφόροιτο
Dual πηλοφόροισθον πηλοφοροίσθην
Plural πηλοφοροίμεθα πηλοφόροισθε πηλοφόροιντο
ImperativeSingular πηλοφόρου πηλοφορεῖσθω
Dual πηλοφόρεισθον πηλοφορεῖσθων
Plural πηλοφόρεισθε πηλοφορεῖσθων, πηλοφορεῖσθωσαν
Infinitive πηλοφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πηλοφορουμενος πηλοφορουμενου πηλοφορουμενη πηλοφορουμενης πηλοφορουμενον πηλοφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πηλοφορήσω πηλοφορήσεις πηλοφορήσει
Dual πηλοφορήσετον πηλοφορήσετον
Plural πηλοφορήσομεν πηλοφορήσετε πηλοφορήσουσιν*
OptativeSingular πηλοφορήσοιμι πηλοφορήσοις πηλοφορήσοι
Dual πηλοφορήσοιτον πηλοφορησοίτην
Plural πηλοφορήσοιμεν πηλοφορήσοιτε πηλοφορήσοιεν
Infinitive πηλοφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πηλοφορησων πηλοφορησοντος πηλοφορησουσα πηλοφορησουσης πηλοφορησον πηλοφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πηλοφορήσομαι πηλοφορήσει, πηλοφορήσῃ πηλοφορήσεται
Dual πηλοφορήσεσθον πηλοφορήσεσθον
Plural πηλοφορησόμεθα πηλοφορήσεσθε πηλοφορήσονται
OptativeSingular πηλοφορησοίμην πηλοφορήσοιο πηλοφορήσοιτο
Dual πηλοφορήσοισθον πηλοφορησοίσθην
Plural πηλοφορησοίμεθα πηλοφορήσοισθε πηλοφορήσοιντο
Infinitive πηλοφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πηλοφορησομενος πηλοφορησομενου πηλοφορησομενη πηλοφορησομενης πηλοφορησομενον πηλοφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to carry clay

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION