Ancient Greek-English Dictionary Language

πετρώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πετρώδης πετρώδες

Structure: πετρωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like rock or stone, rocky, stony

Examples

  • ἄγων ἔρημοσ ἔνθ’ ἂν ᾖ βροτῶν στίβοσ κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι, φορβῆσ τοσοῦτον ὡσ ἄγοσ μόνον προθείσ, ὅπωσ μίασμα πᾶσ’ ὑπεκφύγῃ πόλισ. (Sophocles, Antigone, episode 3:14)
  • ζεύχθη δ’ ὀξύχολοσ παῖσ ὁ Δρύαντοσ, Ἠδωνῶν βασιλεύσ, κερτομίοισ ὀργαῖσ ἐκ Διονύσου πετρώδει κατάφαρκτοσ ἐν δεσμῷ. (Sophocles, Antigone, choral, antistrophe 11)
  • τὸ δέ γε ἡμέτερον τῆσ τέχνησ ἐπίπονον καὶ βραδύ, μόλισ καὶ κατ’ ὀλίγον προβαῖνον, ἅτε οἶμαι πετρώδει καὶ στερεᾷ κάμνον ὕλῃ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 91:1)
  • ἔστι δὲ καὶ Πάνειον, ὕψοσ τι χειροποίητον στροβιλοειδὲσ ἐμφερὲσ ὄχθῳ πετρώδει διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχον· (Strabo, Geography, book 17, chapter 1 20:11)

Synonyms

  1. like rock or stone

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION