헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παχύστομος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παχύστομος παχύστομον

형태분석: παχυστομ (어간) + ος (어미)

  1. speaking broad or roughly

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 παχύστομος

(이)가

παχύστομον

(것)가

속격 παχυστόμου

(이)의

παχυστόμου

(것)의

여격 παχυστόμῳ

(이)에게

παχυστόμῳ

(것)에게

대격 παχύστομον

(이)를

παχύστομον

(것)를

호격 παχύστομε

(이)야

παχύστομον

(것)야

쌍수주/대/호 παχυστόμω

(이)들이

παχυστόμω

(것)들이

속/여 παχυστόμοιν

(이)들의

παχυστόμοιν

(것)들의

복수주격 παχύστομοι

(이)들이

παχύστομα

(것)들이

속격 παχυστόμων

(이)들의

παχυστόμων

(것)들의

여격 παχυστόμοις

(이)들에게

παχυστόμοις

(것)들에게

대격 παχυστόμους

(이)들을

παχύστομα

(것)들을

호격 παχύστομοι

(이)들아

παχύστομα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐστὶ δ’ ὁ μὲν κτεὶσ τραχυόστρακοσ, ῥαβδωτόσ, τὸ δὲ τῆθοσ ἀράβδωτον, λειόστρακον, ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον, τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον, δίθυρον δὲ καὶ τραχυόστρακον, λεπὰσ δὲ μονόθυρον καὶ λειόστρακον, συμφυὲσ δὲ μῦσ, μονοφυὲσ δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανοσ, κοινὸν δ’ ἐξ ἀμφοῖν κόγχη. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 35 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 35 2:2)

  • πιεῖν πιεῖν τισ ἐγχείτω λαβὼν πυριγενῆ κυκλοτερῆ βραχύωτον παχύστομον κώθωνα, παῖδα φάρυγοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 66 4:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 66 4:2)

  • ἐκείνουσ οὖν ἰδίωσ ἐκάλεσαν βαρβάρουσ, ἐν ἀρχαῖσ μὲν κατὰ τὸ λοίδορον, ὡσ ἂν παχυστόμουσ ἢ τραχυστόμουσ, εἶτα κατεχρησάμεθα ὡσ ἐθνικῷ κοινῷ ὀνόματι ἀντιδιαιροῦντεσ πρὸσ τοὺσ Ἕλληνασ. (Strabo, Geography, Book 14, chapter 2 54:19)

    (스트라본, 지리학, Book 14, chapter 2 54:19)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION