헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παροχλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παροχλίζω παροχλίσω

형태분석: παρ (접두사) + ὀχλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to move as with a lever

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παροχλίζω

παροχλίζεις

παροχλίζει

쌍수 παροχλίζετον

παροχλίζετον

복수 παροχλίζομεν

παροχλίζετε

παροχλίζουσιν*

접속법단수 παροχλίζω

παροχλίζῃς

παροχλίζῃ

쌍수 παροχλίζητον

παροχλίζητον

복수 παροχλίζωμεν

παροχλίζητε

παροχλίζωσιν*

기원법단수 παροχλίζοιμι

παροχλίζοις

παροχλίζοι

쌍수 παροχλίζοιτον

παροχλιζοίτην

복수 παροχλίζοιμεν

παροχλίζοιτε

παροχλίζοιεν

명령법단수 παρόχλιζε

παροχλιζέτω

쌍수 παροχλίζετον

παροχλιζέτων

복수 παροχλίζετε

παροχλιζόντων, παροχλιζέτωσαν

부정사 παροχλίζειν

분사 남성여성중성
παροχλιζων

παροχλιζοντος

παροχλιζουσα

παροχλιζουσης

παροχλιζον

παροχλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παροχλίζομαι

παροχλίζει, παροχλίζῃ

παροχλίζεται

쌍수 παροχλίζεσθον

παροχλίζεσθον

복수 παροχλιζόμεθα

παροχλίζεσθε

παροχλίζονται

접속법단수 παροχλίζωμαι

παροχλίζῃ

παροχλίζηται

쌍수 παροχλίζησθον

παροχλίζησθον

복수 παροχλιζώμεθα

παροχλίζησθε

παροχλίζωνται

기원법단수 παροχλιζοίμην

παροχλίζοιο

παροχλίζοιτο

쌍수 παροχλίζοισθον

παροχλιζοίσθην

복수 παροχλιζοίμεθα

παροχλίζοισθε

παροχλίζοιντο

명령법단수 παροχλίζου

παροχλιζέσθω

쌍수 παροχλίζεσθον

παροχλιζέσθων

복수 παροχλίζεσθε

παροχλιζέσθων, παροχλιζέσθωσαν

부정사 παροχλίζεσθαι

분사 남성여성중성
παροχλιζομενος

παροχλιζομενου

παροχλιζομενη

παροχλιζομενης

παροχλιζομενον

παροχλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to move as with a lever

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION