Ancient Greek-English Dictionary Language

παρομοιάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παρομοιάζω

Structure: παρ (Prefix) + ὁμοιάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be much like

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρομοιάζω παρομοιάζεις παρομοιάζει
Dual παρομοιάζετον παρομοιάζετον
Plural παρομοιάζομεν παρομοιάζετε παρομοιάζουσιν*
SubjunctiveSingular παρομοιάζω παρομοιάζῃς παρομοιάζῃ
Dual παρομοιάζητον παρομοιάζητον
Plural παρομοιάζωμεν παρομοιάζητε παρομοιάζωσιν*
OptativeSingular παρομοιάζοιμι παρομοιάζοις παρομοιάζοι
Dual παρομοιάζοιτον παρομοιαζοίτην
Plural παρομοιάζοιμεν παρομοιάζοιτε παρομοιάζοιεν
ImperativeSingular παρομοίαζε παρομοιαζέτω
Dual παρομοιάζετον παρομοιαζέτων
Plural παρομοιάζετε παρομοιαζόντων, παρομοιαζέτωσαν
Infinitive παρομοιάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρομοιαζων παρομοιαζοντος παρομοιαζουσα παρομοιαζουσης παρομοιαζον παρομοιαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρομοιάζομαι παρομοιάζει, παρομοιάζῃ παρομοιάζεται
Dual παρομοιάζεσθον παρομοιάζεσθον
Plural παρομοιαζόμεθα παρομοιάζεσθε παρομοιάζονται
SubjunctiveSingular παρομοιάζωμαι παρομοιάζῃ παρομοιάζηται
Dual παρομοιάζησθον παρομοιάζησθον
Plural παρομοιαζώμεθα παρομοιάζησθε παρομοιάζωνται
OptativeSingular παρομοιαζοίμην παρομοιάζοιο παρομοιάζοιτο
Dual παρομοιάζοισθον παρομοιαζοίσθην
Plural παρομοιαζοίμεθα παρομοιάζοισθε παρομοιάζοιντο
ImperativeSingular παρομοιάζου παρομοιαζέσθω
Dual παρομοιάζεσθον παρομοιαζέσθων
Plural παρομοιάζεσθε παρομοιαζέσθων, παρομοιαζέσθωσαν
Infinitive παρομοιάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρομοιαζομενος παρομοιαζομενου παρομοιαζομενη παρομοιαζομενης παρομοιαζομενον παρομοιαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖσ καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοισ κεκονιαμένοισ, οἵτινεσ ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσησ ἀκαθαρσίασ· (, chapter 11 541:1)

Synonyms

  1. to be much like

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION