헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρεκπροφεύγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρεκπροφεύγω

형태분석: παρ (접두사) + ἐκπροφεύγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빠져나가다, 잡다, 현혹하다
  1. to flee forth from, elude

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκπροφεύγω

(나는) 빠져나간다

παρεκπροφεύγεις

(너는) 빠져나간다

παρεκπροφεύγει

(그는) 빠져나간다

쌍수 παρεκπροφεύγετον

(너희 둘은) 빠져나간다

παρεκπροφεύγετον

(그 둘은) 빠져나간다

복수 παρεκπροφεύγομεν

(우리는) 빠져나간다

παρεκπροφεύγετε

(너희는) 빠져나간다

παρεκπροφεύγουσιν*

(그들은) 빠져나간다

접속법단수 παρεκπροφεύγω

(나는) 빠져나가자

παρεκπροφεύγῃς

(너는) 빠져나가자

παρεκπροφεύγῃ

(그는) 빠져나가자

쌍수 παρεκπροφεύγητον

(너희 둘은) 빠져나가자

παρεκπροφεύγητον

(그 둘은) 빠져나가자

복수 παρεκπροφεύγωμεν

(우리는) 빠져나가자

παρεκπροφεύγητε

(너희는) 빠져나가자

παρεκπροφεύγωσιν*

(그들은) 빠져나가자

기원법단수 παρεκπροφεύγοιμι

(나는) 빠져나가기를 (바라다)

παρεκπροφεύγοις

(너는) 빠져나가기를 (바라다)

παρεκπροφεύγοι

(그는) 빠져나가기를 (바라다)

쌍수 παρεκπροφεύγοιτον

(너희 둘은) 빠져나가기를 (바라다)

παρεκπροφευγοίτην

(그 둘은) 빠져나가기를 (바라다)

복수 παρεκπροφεύγοιμεν

(우리는) 빠져나가기를 (바라다)

παρεκπροφεύγοιτε

(너희는) 빠져나가기를 (바라다)

παρεκπροφεύγοιεν

(그들은) 빠져나가기를 (바라다)

명령법단수 παρεκπρόφευγε

(너는) 빠져나가라

παρεκπροφευγέτω

(그는) 빠져나가라

쌍수 παρεκπροφεύγετον

(너희 둘은) 빠져나가라

παρεκπροφευγέτων

(그 둘은) 빠져나가라

복수 παρεκπροφεύγετε

(너희는) 빠져나가라

παρεκπροφευγόντων, παρεκπροφευγέτωσαν

(그들은) 빠져나가라

부정사 παρεκπροφεύγειν

빠져나가는 것

분사 남성여성중성
παρεκπροφευγων

παρεκπροφευγοντος

παρεκπροφευγουσα

παρεκπροφευγουσης

παρεκπροφευγον

παρεκπροφευγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκπροφεύγομαι

(나는) 빠져나가여진다

παρεκπροφεύγει, παρεκπροφεύγῃ

(너는) 빠져나가여진다

παρεκπροφεύγεται

(그는) 빠져나가여진다

쌍수 παρεκπροφεύγεσθον

(너희 둘은) 빠져나가여진다

παρεκπροφεύγεσθον

(그 둘은) 빠져나가여진다

복수 παρεκπροφευγόμεθα

(우리는) 빠져나가여진다

παρεκπροφεύγεσθε

(너희는) 빠져나가여진다

παρεκπροφεύγονται

(그들은) 빠져나가여진다

접속법단수 παρεκπροφεύγωμαι

(나는) 빠져나가여지자

παρεκπροφεύγῃ

(너는) 빠져나가여지자

παρεκπροφεύγηται

(그는) 빠져나가여지자

쌍수 παρεκπροφεύγησθον

(너희 둘은) 빠져나가여지자

παρεκπροφεύγησθον

(그 둘은) 빠져나가여지자

복수 παρεκπροφευγώμεθα

(우리는) 빠져나가여지자

παρεκπροφεύγησθε

(너희는) 빠져나가여지자

παρεκπροφεύγωνται

(그들은) 빠져나가여지자

기원법단수 παρεκπροφευγοίμην

(나는) 빠져나가여지기를 (바라다)

παρεκπροφεύγοιο

(너는) 빠져나가여지기를 (바라다)

παρεκπροφεύγοιτο

(그는) 빠져나가여지기를 (바라다)

쌍수 παρεκπροφεύγοισθον

(너희 둘은) 빠져나가여지기를 (바라다)

παρεκπροφευγοίσθην

(그 둘은) 빠져나가여지기를 (바라다)

복수 παρεκπροφευγοίμεθα

(우리는) 빠져나가여지기를 (바라다)

παρεκπροφεύγοισθε

(너희는) 빠져나가여지기를 (바라다)

παρεκπροφεύγοιντο

(그들은) 빠져나가여지기를 (바라다)

명령법단수 παρεκπροφεύγου

(너는) 빠져나가여져라

παρεκπροφευγέσθω

(그는) 빠져나가여져라

쌍수 παρεκπροφεύγεσθον

(너희 둘은) 빠져나가여져라

παρεκπροφευγέσθων

(그 둘은) 빠져나가여져라

복수 παρεκπροφεύγεσθε

(너희는) 빠져나가여져라

παρεκπροφευγέσθων, παρεκπροφευγέσθωσαν

(그들은) 빠져나가여져라

부정사 παρεκπροφεύγεσθαι

빠져나가여지는 것

분사 남성여성중성
παρεκπροφευγομενος

παρεκπροφευγομενου

παρεκπροφευγομενη

παρεκπροφευγομενης

παρεκπροφευγομενον

παρεκπροφευγομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρήκπροφευγον

(나는) 빠져나가고 있었다

παρήκπροφευγες

(너는) 빠져나가고 있었다

παρήκπροφευγεν*

(그는) 빠져나가고 있었다

쌍수 παρηκπρο͂φευγετον

(너희 둘은) 빠져나가고 있었다

παρηκπρόφευγετην

(그 둘은) 빠져나가고 있었다

복수 παρήκπροφευγομεν

(우리는) 빠져나가고 있었다

παρηκπρο͂φευγετε

(너희는) 빠져나가고 있었다

παρήκπροφευγον

(그들은) 빠져나가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηκπρόφευγομην

(나는) 빠져나가여지고 있었다

παρηκπρο͂φευγου

(너는) 빠져나가여지고 있었다

παρηκπρο͂φευγετο

(그는) 빠져나가여지고 있었다

쌍수 παρηκπρο͂φευγεσθον

(너희 둘은) 빠져나가여지고 있었다

παρηκπρόφευγεσθην

(그 둘은) 빠져나가여지고 있었다

복수 παρηκπρόφευγομεθα

(우리는) 빠져나가여지고 있었다

παρηκπρο͂φευγεσθε

(너희는) 빠져나가여지고 있었다

παρηκπρο͂φευγοντο

(그들은) 빠져나가여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION