Ancient Greek-English Dictionary Language

παραπομπός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παραπομπός παραπομπόν

Structure: παραπομπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: parape/mpw

Sense

  1. escorting

Examples

  • πρὸσ δὲ καὶ παραπομποὺσ τούτοισ ἐπλήρωσαν ἑξήκοντα ναῦσ. (Polybius, Histories, book 1, chapter 52 5:2)
  • καὶ παραυτίκα τούτοισ μὲν ἡτοίμαζον δύο τριήρεισ παραπόμπουσ, πρὸσ δὲ τὸν ναύαρχον Ἀσδρούβαν διεπέμψαντο παρακαλοῦντεσ ἑτοιμάσαι πλοῖα μὴ μακρὰν τῆσ τῶν Ῥωμαίων παρεμβολῆσ, ἵν’ ἐπειδὰν αἱ παραπέμπουσαι νῆεσ ἀπολίπωσι τοὺσ Ῥωμαίουσ, ἐπαναχθέντα ταῦτα καταποντίσῃ τοὺσ πρεσβευτάσ. (Polybius, Histories, book 15, chapter 2 6:1)

Synonyms

  1. escorting

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION