Ancient Greek-English Dictionary Language

παράπληκτος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παράπληκτος παράπληκτον

Structure: παραπληκτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: plh/ssw

Sense

  1. frenzy-stricken

Examples

  • τοῖσι μὲν οὖν φλεγματίῃσι τὰσ δυσεντερίασ εἰκὸσ γίνεσθαι καὶ τῇσι γυναιξὶ φλέγματοσ ἐπικαταρρυέντοσ ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου διὰ τὴν ὑγρότητα τῆσ φύσιοσ‧ τοῖσι δὲ χολώδεσιν ὀφθαλμίασ ξηρὰσ διὰ τὴν θερμότητα καὶ ξηρότητα τῆσ σαρκόσ‧ τοῖσι δὲ πρεσβύτῃσι καταρρόουσ διὰ τὴν ἀραιότητα καὶ τὴν ἔκτηξιν τῶν φλεβῶν, ὥστε ἐξαίφνησ τοὺσ μὲν ἀπόλλυσθαι, τοὺσ δὲ παραπλήκτουσ γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , x.9)

Synonyms

  1. frenzy-stricken

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION