Ancient Greek-English Dictionary Language

παράπληκτος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παράπληκτος παράπληκτον

Structure: παραπληκτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: plh/ssw

Sense

  1. frenzy-stricken

Examples

  • τάχα δὴ τάχα τοὶ μὲν οὖν ἀπωλλύοντο, τοὶ δὲ παράπληκτον χέον ὀμφάν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 34 1:3)
  • Τοϊσι δὲ πρεσβυτάτοισιν ὁκόταν ἐπιγένηται τοῦτο τὸ νούσημα, διὰ τοῦτο ἀποκτείνει ἢ παράπληκτον ποιέει, ὅτι αἱ φλέβεσ κεκένωνται καὶ τὸ αἷμα ὀλίγον τέ ἐστι καὶ λεπτὸν καὶ ὑδαρέσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.2)
  • Ἢν μὲν οὖν πολὺ καταῤῬυῇ καὶ χειμῶνοσ ἐῄ καιρὸσ, ἀποκτείνει‧ ἀπέπνιξε γὰρ τὰσ ἀναπνοὰσ καὶ ἀπέπηξε τὸ αἷμα, ἢν ἐπ’ ἀμφότερα ὁ κατάῤῬοοσ γένηται‧ ἢν δὲ ἐπὶ θατερα μοῦνον, παράπληκτον ποιέει‧ οὐ γὰρ δύναται τὸ αἷμα ἐπικρατῆσαι τοῦ φλέγματοσ λεπτὸν ἐὸν καὶ ψυχρὸν καὶ ὀλίγον, ἀλλ’ αὐτὸ κρατηθὲν ἐπάγη, ὥστε ἀκρατέα εἶναι ἐκεῖνα καθ’ ἃ τὸ αἷμα διεφθάρη. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.3)

Synonyms

  1. frenzy-stricken

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION