Ancient Greek-English Dictionary Language

παραπατάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παραπατάω παραπατήσω

Structure: παρ (Prefix) + ἀπατά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to deceive, cajole

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραπάτω παραπάτᾳς παραπάτᾳ
Dual παραπάτᾱτον παραπάτᾱτον
Plural παραπάτωμεν παραπάτᾱτε παραπάτωσιν*
SubjunctiveSingular παραπάτω παραπάτῃς παραπάτῃ
Dual παραπάτητον παραπάτητον
Plural παραπάτωμεν παραπάτητε παραπάτωσιν*
OptativeSingular παραπάτῳμι παραπάτῳς παραπάτῳ
Dual παραπάτῳτον παραπατῷτην
Plural παραπάτῳμεν παραπάτῳτε παραπάτῳεν
ImperativeSingular παραπᾶτᾱ παραπατᾶτω
Dual παραπάτᾱτον παραπατᾶτων
Plural παραπάτᾱτε παραπατῶντων, παραπατᾶτωσαν
Infinitive παραπάτᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραπατων παραπατωντος παραπατωσα παραπατωσης παραπατων παραπατωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραπάτωμαι παραπάτᾳ παραπάτᾱται
Dual παραπάτᾱσθον παραπάτᾱσθον
Plural παραπατῶμεθα παραπάτᾱσθε παραπάτωνται
SubjunctiveSingular παραπάτωμαι παραπάτῃ παραπάτηται
Dual παραπάτησθον παραπάτησθον
Plural παραπατώμεθα παραπάτησθε παραπάτωνται
OptativeSingular παραπατῷμην παραπάτῳο παραπάτῳτο
Dual παραπάτῳσθον παραπατῷσθην
Plural παραπατῷμεθα παραπάτῳσθε παραπάτῳντο
ImperativeSingular παραπάτω παραπατᾶσθω
Dual παραπάτᾱσθον παραπατᾶσθων
Plural παραπάτᾱσθε παραπατᾶσθων, παραπατᾶσθωσαν
Infinitive παραπάτᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραπατωμενος παραπατωμενου παραπατωμενη παραπατωμενης παραπατωμενον παραπατωμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραπατήσω παραπατήσεις παραπατήσει
Dual παραπατήσετον παραπατήσετον
Plural παραπατήσομεν παραπατήσετε παραπατήσουσιν*
OptativeSingular παραπατήσοιμι παραπατήσοις παραπατήσοι
Dual παραπατήσοιτον παραπατησοίτην
Plural παραπατήσοιμεν παραπατήσοιτε παραπατήσοιεν
Infinitive παραπατήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραπατησων παραπατησοντος παραπατησουσα παραπατησουσης παραπατησον παραπατησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραπατήσομαι παραπατήσει, παραπατήσῃ παραπατήσεται
Dual παραπατήσεσθον παραπατήσεσθον
Plural παραπατησόμεθα παραπατήσεσθε παραπατήσονται
OptativeSingular παραπατησοίμην παραπατήσοιο παραπατήσοιτο
Dual παραπατήσοισθον παραπατησοίσθην
Plural παραπατησοίμεθα παραπατήσοισθε παραπατήσοιντο
Infinitive παραπατήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραπατησομενος παραπατησομενου παραπατησομενη παραπατησομενης παραπατησομενον παραπατησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to deceive

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION