Ancient Greek-English Dictionary Language

παμμήκης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παμμήκης παμμήκες

Structure: παμμηκη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: mh=kos

Sense

  1. very long, prolonged

Examples

  • ἐσ δὲ γούνατα πατρὸσ πεσοῦσαι ’κλαιον οὐδ’ ἀνίεσαν στέρνων ἀραγμοὺσ οὐδὲ παμμήκεισ γόουσ. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode15)
  • τί δ’ εἰ Σοφοκλεῖ αὖ προσελθὼν καὶ Εὐριπίδῃ τισ λέγοι ὡσ ἐπίσταται περὶ σμικροῦ πράγματοσ ῥήσεισ παμμήκεισ ποιεῖν καὶ περὶ μεγάλου πάνυ σμικράσ, ὅταν τε βούληται οἰκτράσ, καὶ τοὐναντίον αὖ φοβερὰσ καὶ ἀπειλητικὰσ ὅσα τ’ ἄλλα τοιαῦτα, καὶ διδάσκων αὐτὰ τραγῳδίασ ποίησιν οἰέται παραδιδόναι; (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 274:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION