Ancient Greek-English Dictionary Language

παμμεγέθης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παμμεγέθης παμμεγέθες

Structure: παμμεγεθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: = pa/mmegas, Xen., Dem.

Sense

Examples

  • κατ’ ὀλίγον οὖν καὶ ἡ Βιθυνία καὶ ἡ Γαλατία καὶ ἡ Θρᾴκη συνέρρει, ἑκάστου τῶν ἀπαγγελλόντων κατὰ τὸ εἰκὸσ λέγοντοσ ὡσ καὶ γεννώμενον ἴδοι τὸν θεὸν καὶ ὕστερον ἅψαιτο μετ’ ὀλίγον παμμεγέθουσ αὐτοῦ γεγενημένου καὶ τὸ πρόσωπον ἀνθρώπῳ ἐοικότοσ. (Lucian, Alexander, (no name) 18:1)
  • γενομένου δὲ τούτου, καί τινοσ ἀποδοθείσησ οἰκίασ αὐτῷ παμμεγέθουσ, ἐποιεῖτο τὴν διατριβὴν ἐν ταύτῃ παραφυλαττόμενοσ, τούτῳ διαφέρων τῶν ἄλλων τῶν ὑπηγμένων εἰσ τὰσ φυλακάσ, τῷ ποιεῖσθαι τὴν δίαιταν ἐν μείζονι δεσμωτηρίῳ. (Polybius, Histories, book 5, chapter 38 7:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION