Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀστώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὀστώδης ὀστώδες

Structure: ὀστωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like bone, bony

Examples

  • "ῥύγχοσ ὀξύ, τράχηλοσ λεπτόσ, ὀφθαλμοὶ μεγάλοι, γλῶσσα ὀστώδησ, πρόλοβον δ’ οὐκ ἔχει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 44 1:3)
  • ἀπό γε μὴν τοῦ στέρνου ὁ μὲν αὐχὴν αὐτοῦ μὴ ὥσπερ κάπρου προπετὴσ πεφύκοι, ἀλλ’ ὥσπερ ἀλεκτρυόνοσ ὀρθὸσ πρὸσ τὴν κορυφὴν ἥκοι, λαγαρὸσ δὲ εἰή τὰ κατὰ τὴν συγκαμπήν, ἡ δὲ κεφαλὴ ὀστώδησ οὖσα μικρὰν σιαγόνα ἔχοι. (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 11:1)
  • ὀστώδησ γὰρ οὖσα, εἰ σιδήρῳ ἢ ξύλῳ καθαίροιτο, λυποῖ ἂν τὸν ἵππον. (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 7:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION