헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οἰκοφθορία

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: οἰκοφθορία

형태분석: οἰκοφθορι (어간) + ᾱ (어미)

  1. a squandering one's substance

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρῶτον μὲν οὖν τῆσ οἰκοφθορίασ ταῖσ πόλεσιν ἐδόκει αὐχμῷ ἡ γῆ κακωθεῖσα ἄρξαι, ἡνίκα οὔτ’ ἐπὶ τοῖσ δένδρεσι καρπὸσ οὐδεὶσ ὡραῖοσ γενέσθαι διέμεινεν, ἀλλ’ ὠμοὶ κατέρρεον, οὔθ’ ὁπόσα σπερμάτων ἀνέντα βλαστοὺσ ἀνθήσειεν ἑώσ στάχυοσ ἀκμῆσ τοὺσ κατὰ νόμον ἐξεπλήρου χρόνουσ, οὔτε πόα κτήνεσιν ἐφύετο διαρκήσ, τῶν τε ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τὰ δ’ ὑπελίμπανε θέρουσ, τὰ δ’ εἰσ τέλοσ ἀπεσβέννυτο. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 23 3:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 23 3:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION