Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀγκώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀγκώδης ὀγκώδες

Structure: ὀγκωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: o)/gkos2, ei)=dos

Sense

  1. swelling, rounded
  2. swollen, inflated

Examples

  • ἦν δὲ ἡ Πυλάδου ὄρχησισ ὀγκώδησ παθητική τε καὶ πολυπρόσωποσ, ἡ δὲ Βαθύλλειοσ ἱλαρωτέρα καὶ γὰρ ὑπόρχημά τι τοῦτον διατίθεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 37 1:2)
  • Ἄνυτοσ γὰρ ὅδε πρῶτον μέν ἐστι πατρὸσ πλουσίου τε καὶ σοφοῦ Ἀνθεμίωνοσ, ὃσ ἐγένετο πλούσιοσ οὐκ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου οὐδὲ δόντοσ τινόσ, ὥσπερ ὁ νῦν νεωστὶ εἰληφὼσ τὰ Πολυκράτουσ χρήματα Ἰσμηνίασ ὁ Θηβαῖοσ, ἀλλὰ τῇ αὑτοῦ σοφίᾳ κτησάμενοσ καὶ ἐπιμελείᾳ, ἔπειτα καὶ τὰ ἄλλα οὐχ ὑπερήφανοσ δοκῶν εἶναι πολίτησ οὐδὲ ὀγκώδησ τε καὶ ἐπαχθήσ, ἀλλὰ κόσμιοσ καὶ εὐσταλὴσ ἀνήρ· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 123:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION