Ancient Greek-English Dictionary Language

νυμφοκομέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: νυμφοκομέω νυμφοκομήσω

Structure: νυμφοκομέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from numfoko/mos

Sense

  1. to dress a bride
  2. to dress oneself as a bride

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νυμφοκομῶ νυμφοκομεῖς νυμφοκομεῖ
Dual νυμφοκομεῖτον νυμφοκομεῖτον
Plural νυμφοκομοῦμεν νυμφοκομεῖτε νυμφοκομοῦσιν*
SubjunctiveSingular νυμφοκομῶ νυμφοκομῇς νυμφοκομῇ
Dual νυμφοκομῆτον νυμφοκομῆτον
Plural νυμφοκομῶμεν νυμφοκομῆτε νυμφοκομῶσιν*
OptativeSingular νυμφοκομοῖμι νυμφοκομοῖς νυμφοκομοῖ
Dual νυμφοκομοῖτον νυμφοκομοίτην
Plural νυμφοκομοῖμεν νυμφοκομοῖτε νυμφοκομοῖεν
ImperativeSingular νυμφοκόμει νυμφοκομείτω
Dual νυμφοκομεῖτον νυμφοκομείτων
Plural νυμφοκομεῖτε νυμφοκομούντων, νυμφοκομείτωσαν
Infinitive νυμφοκομεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
νυμφοκομων νυμφοκομουντος νυμφοκομουσα νυμφοκομουσης νυμφοκομουν νυμφοκομουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νυμφοκομοῦμαι νυμφοκομεῖ, νυμφοκομῇ νυμφοκομεῖται
Dual νυμφοκομεῖσθον νυμφοκομεῖσθον
Plural νυμφοκομούμεθα νυμφοκομεῖσθε νυμφοκομοῦνται
SubjunctiveSingular νυμφοκομῶμαι νυμφοκομῇ νυμφοκομῆται
Dual νυμφοκομῆσθον νυμφοκομῆσθον
Plural νυμφοκομώμεθα νυμφοκομῆσθε νυμφοκομῶνται
OptativeSingular νυμφοκομοίμην νυμφοκομοῖο νυμφοκομοῖτο
Dual νυμφοκομοῖσθον νυμφοκομοίσθην
Plural νυμφοκομοίμεθα νυμφοκομοῖσθε νυμφοκομοῖντο
ImperativeSingular νυμφοκομοῦ νυμφοκομείσθω
Dual νυμφοκομεῖσθον νυμφοκομείσθων
Plural νυμφοκομεῖσθε νυμφοκομείσθων, νυμφοκομείσθωσαν
Infinitive νυμφοκομεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
νυμφοκομουμενος νυμφοκομουμενου νυμφοκομουμενη νυμφοκομουμενης νυμφοκομουμενον νυμφοκομουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νυμφοκομήσω νυμφοκομήσεις νυμφοκομήσει
Dual νυμφοκομήσετον νυμφοκομήσετον
Plural νυμφοκομήσομεν νυμφοκομήσετε νυμφοκομήσουσιν*
OptativeSingular νυμφοκομήσοιμι νυμφοκομήσοις νυμφοκομήσοι
Dual νυμφοκομήσοιτον νυμφοκομησοίτην
Plural νυμφοκομήσοιμεν νυμφοκομήσοιτε νυμφοκομήσοιεν
Infinitive νυμφοκομήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
νυμφοκομησων νυμφοκομησοντος νυμφοκομησουσα νυμφοκομησουσης νυμφοκομησον νυμφοκομησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νυμφοκομήσομαι νυμφοκομήσει, νυμφοκομήσῃ νυμφοκομήσεται
Dual νυμφοκομήσεσθον νυμφοκομήσεσθον
Plural νυμφοκομησόμεθα νυμφοκομήσεσθε νυμφοκομήσονται
OptativeSingular νυμφοκομησοίμην νυμφοκομήσοιο νυμφοκομήσοιτο
Dual νυμφοκομήσοισθον νυμφοκομησοίσθην
Plural νυμφοκομησοίμεθα νυμφοκομήσοισθε νυμφοκομήσοιντο
Infinitive νυμφοκομήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
νυμφοκομησομενος νυμφοκομησομενου νυμφοκομησομενη νυμφοκομησομενης νυμφοκομησομενον νυμφοκομησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to dress oneself as a bride

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION