헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νοσηλεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νοσηλεύω

형태분석: νοσηλεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: only in pres.

  1. to tend a sick person

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νοσηλεύω

νοσηλεύεις

νοσηλεύει

쌍수 νοσηλεύετον

νοσηλεύετον

복수 νοσηλεύομεν

νοσηλεύετε

νοσηλεύουσιν*

접속법단수 νοσηλεύω

νοσηλεύῃς

νοσηλεύῃ

쌍수 νοσηλεύητον

νοσηλεύητον

복수 νοσηλεύωμεν

νοσηλεύητε

νοσηλεύωσιν*

기원법단수 νοσηλεύοιμι

νοσηλεύοις

νοσηλεύοι

쌍수 νοσηλεύοιτον

νοσηλευοίτην

복수 νοσηλεύοιμεν

νοσηλεύοιτε

νοσηλεύοιεν

명령법단수 νοσήλευε

νοσηλευέτω

쌍수 νοσηλεύετον

νοσηλευέτων

복수 νοσηλεύετε

νοσηλευόντων, νοσηλευέτωσαν

부정사 νοσηλεύειν

분사 남성여성중성
νοσηλευων

νοσηλευοντος

νοσηλευουσα

νοσηλευουσης

νοσηλευον

νοσηλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νοσηλεύομαι

νοσηλεύει, νοσηλεύῃ

νοσηλεύεται

쌍수 νοσηλεύεσθον

νοσηλεύεσθον

복수 νοσηλευόμεθα

νοσηλεύεσθε

νοσηλεύονται

접속법단수 νοσηλεύωμαι

νοσηλεύῃ

νοσηλεύηται

쌍수 νοσηλεύησθον

νοσηλεύησθον

복수 νοσηλευώμεθα

νοσηλεύησθε

νοσηλεύωνται

기원법단수 νοσηλευοίμην

νοσηλεύοιο

νοσηλεύοιτο

쌍수 νοσηλεύοισθον

νοσηλευοίσθην

복수 νοσηλευοίμεθα

νοσηλεύοισθε

νοσηλεύοιντο

명령법단수 νοσηλεύου

νοσηλευέσθω

쌍수 νοσηλεύεσθον

νοσηλευέσθων

복수 νοσηλεύεσθε

νοσηλευέσθων, νοσηλευέσθωσαν

부정사 νοσηλεύεσθαι

분사 남성여성중성
νοσηλευομενος

νοσηλευομενου

νοσηλευομενη

νοσηλευομενης

νοσηλευομενον

νοσηλευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION