Ancient Greek-English Dictionary Language

νεοπρεπής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νεοπρεπής νεοπρεπές

Structure: νεοπρεπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pre/pw

Sense

  1. befitting young people, youthful, extravagant

Examples

  • ἦν δὲ καὶ τὸ εἶδοσ ἡδύσ, οὐ πολεμικῷ καὶ τετριμμένῳ δι’ ὅπλων ἐοικώσ, ἀλλὰ γλαφυρὸσ καὶ νεοπρεπὴσ, καὶ πᾶν τὸ σῶμα διηρθρωμένοσ ὡσ ὑπὸ τέχνησ ἀκριβῶσ τοῖσ μέλεσι θαυμαστὴν συμμετρίαν σιν, εἰπεῖν δὲ οὐ δεινόσ, αἱμύλοσ δὲ καὶ πιθανόσ, ὡσ ἐκ τῶν ἐπιστολῶν συμβάλλειν ἐστίν. (Plutarch, chapter 11 2:1)
  • φυλάττωμεν δὴ παντάπασιν ἀπατηλὸν λόγον, μή πῃ πρεσβύτασ ἡμᾶσ ὄντασ νεοπρεπὴσ ὢν παραπείσῃ καὶ διαφυγὼν καταγελάστουσ ποιήσῃ, καὶ δόξωμεν μείζονα ἐπιβαλλόμενοι καὶ τῶν σμικρῶν ἀποτυχεῖν. (Plato, Laws, book 10 49:2)

Synonyms

  1. befitting young people

    • νέος (pertaining to young people: youthful)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION