Ancient Greek-English Dictionary Language

ναρκάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ναρκάω

Structure: ναρκά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from na/rkh

Sense

  1. to grow stiff or numb

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νάρκω νάρκᾳς νάρκᾳ
Dual νάρκᾱτον νάρκᾱτον
Plural νάρκωμεν νάρκᾱτε νάρκωσιν*
SubjunctiveSingular νάρκω νάρκῃς νάρκῃ
Dual νάρκητον νάρκητον
Plural νάρκωμεν νάρκητε νάρκωσιν*
OptativeSingular νάρκῳμι νάρκῳς νάρκῳ
Dual νάρκῳτον ναρκῷτην
Plural νάρκῳμεν νάρκῳτε νάρκῳεν
ImperativeSingular νᾶρκᾱ ναρκᾶτω
Dual νάρκᾱτον ναρκᾶτων
Plural νάρκᾱτε ναρκῶντων, ναρκᾶτωσαν
Infinitive νάρκᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
ναρκων ναρκωντος ναρκωσα ναρκωσης ναρκων ναρκωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νάρκωμαι νάρκᾳ νάρκᾱται
Dual νάρκᾱσθον νάρκᾱσθον
Plural ναρκῶμεθα νάρκᾱσθε νάρκωνται
SubjunctiveSingular νάρκωμαι νάρκῃ νάρκηται
Dual νάρκησθον νάρκησθον
Plural ναρκώμεθα νάρκησθε νάρκωνται
OptativeSingular ναρκῷμην νάρκῳο νάρκῳτο
Dual νάρκῳσθον ναρκῷσθην
Plural ναρκῷμεθα νάρκῳσθε νάρκῳντο
ImperativeSingular νάρκω ναρκᾶσθω
Dual νάρκᾱσθον ναρκᾶσθων
Plural νάρκᾱσθε ναρκᾶσθων, ναρκᾶσθωσαν
Infinitive νάρκᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ναρκωμενος ναρκωμενου ναρκωμενη ναρκωμενης ναρκωμενον ναρκωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐγὼ δέ, εἰ μὲν ἡ νάρκη αὐτὴ ναρκῶσα οὕτω καὶ τοὺσ ἄλλουσ ποιεῖ ναρκᾶν, ἐοίκα αὐτῇ· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 63:6)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION