헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μωραίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μωραίνω

형태분석: μωραίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: mw=ros

  1. to be silly, foolish, to make a mad
  2. to make foolish, convict of folly, to become insipid, lose its savour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μωραίνω

μωραίνεις

μωραίνει

쌍수 μωραίνετον

μωραίνετον

복수 μωραίνομεν

μωραίνετε

μωραίνουσιν*

접속법단수 μωραίνω

μωραίνῃς

μωραίνῃ

쌍수 μωραίνητον

μωραίνητον

복수 μωραίνωμεν

μωραίνητε

μωραίνωσιν*

기원법단수 μωραίνοιμι

μωραίνοις

μωραίνοι

쌍수 μωραίνοιτον

μωραινοίτην

복수 μωραίνοιμεν

μωραίνοιτε

μωραίνοιεν

명령법단수 μώραινε

μωραινέτω

쌍수 μωραίνετον

μωραινέτων

복수 μωραίνετε

μωραινόντων, μωραινέτωσαν

부정사 μωραίνειν

분사 남성여성중성
μωραινων

μωραινοντος

μωραινουσα

μωραινουσης

μωραινον

μωραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μωραίνομαι

μωραίνει, μωραίνῃ

μωραίνεται

쌍수 μωραίνεσθον

μωραίνεσθον

복수 μωραινόμεθα

μωραίνεσθε

μωραίνονται

접속법단수 μωραίνωμαι

μωραίνῃ

μωραίνηται

쌍수 μωραίνησθον

μωραίνησθον

복수 μωραινώμεθα

μωραίνησθε

μωραίνωνται

기원법단수 μωραινοίμην

μωραίνοιο

μωραίνοιτο

쌍수 μωραίνοισθον

μωραινοίσθην

복수 μωραινοίμεθα

μωραίνοισθε

μωραίνοιντο

명령법단수 μωραίνου

μωραινέσθω

쌍수 μωραίνεσθον

μωραινέσθων

복수 μωραίνεσθε

μωραινέσθων, μωραινέσθωσαν

부정사 μωραίνεσθαι

분사 남성여성중성
μωραινομενος

μωραινομενου

μωραινομενη

μωραινομενης

μωραινομενον

μωραινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION