헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μυττωτός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μυττωτός μυττωτοῦ

형태분석: μυττωτ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 꿀, 여보, 자기, 마늘
  1. a savoury dish of cheese, honey, garlic

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μυττωτός

꿀이

μυττωτώ

꿀들이

μυττωτοί

꿀들이

속격 μυττωτοῦ

꿀의

μυττωτοῖν

꿀들의

μυττωτῶν

꿀들의

여격 μυττωτῷ

꿀에게

μυττωτοῖν

꿀들에게

μυττωτοῖς

꿀들에게

대격 μυττωτόν

꿀을

μυττωτώ

꿀들을

μυττωτούς

꿀들을

호격 μυττωτέ

꿀아

μυττωτώ

꿀들아

μυττωτοί

꿀들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοσ ὁ τὸ σχῆμα εὐσταλὴσ καὶ κόσμιοσ τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸσ τὴν ἀναβολὴν ἑώθεν μυρία ὅσα περὶ ἀρετῆσ διεξιὼν καὶ τῶν ἡδονῇ χαιρόντων κατηγορῶν καὶ τὸ ὀλιγαρκὲσ ἐπαινῶν, ἐπειδὴ λουσάμενοσ ἀφίκοιτο ἐπὶ τὸ δεῖπνον καὶ ὁ παῖσ μεγάλην τὴν κύλικα ὀρέξειεν αὐτῷ ‐ τῷ ζωροτέρῳ δὲ χαίρει μάλιστα ‐ καθάπερ τὸ Λήθησ ὕδωρ ἐκπιὼν ἐναντιώτατα ἐπιδείκνυται τοῖσ ἑωθινοῖσ ἐκείνοισ λόγοισ, προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινοσ τὰ ὄψα καὶ τὸν πλησίον παραγκωνιζόμενοσ, καρύκησ τὸ γένειον ἀνάπλεωσ, κυνηδὸν ἐμφορούμενοσ, ἐπικεκυφὼσ καθάπερ ἐν ταῖσ λοπάσι τὴν ἀρετὴν εὑρήσειν προσδοκῶν, ἀκριβῶσ τὰ τρύβλια τῷ λιχανῷ ἀποσμήχων ὡσ μηδὲ ὀλίγον τοῦ μυττωτοῦ καταλίποι, μεμψίμοιροσ ἀεί, κἂν τὸν πλακοῦντα ὅλον ἢ τὸν σῦν μόνοσ τῶν ἄλλων λάβῃ,^ ὅ τι περ λιχνείασ καὶ ἀπληστίασ ὄφελοσ, μέθυσοσ καὶ πάροινοσ οὐκ ἄχρι ᾠδῆσ καὶ ὀρχηστύοσ μόνον, ἀλλὰ καὶ λοιδορίασ καὶ ὀργῆσ. (Lucian, Timon, (no name) 53:5)

    (루키아노스, Timon, (no name) 53:5)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION