Ancient Greek-English Dictionary Language

μουσοποιέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μουσοποιέω

Structure: μουσοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to write poetry: to sing of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μουσοποίω μουσοποίεις μουσοποίει
Dual μουσοποίειτον μουσοποίειτον
Plural μουσοποίουμεν μουσοποίειτε μουσοποίουσιν*
SubjunctiveSingular μουσοποίω μουσοποίῃς μουσοποίῃ
Dual μουσοποίητον μουσοποίητον
Plural μουσοποίωμεν μουσοποίητε μουσοποίωσιν*
OptativeSingular μουσοποίοιμι μουσοποίοις μουσοποίοι
Dual μουσοποίοιτον μουσοποιοίτην
Plural μουσοποίοιμεν μουσοποίοιτε μουσοποίοιεν
ImperativeSingular μουσοποῖει μουσοποιεῖτω
Dual μουσοποίειτον μουσοποιεῖτων
Plural μουσοποίειτε μουσοποιοῦντων, μουσοποιεῖτωσαν
Infinitive μουσοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μουσοποιων μουσοποιουντος μουσοποιουσα μουσοποιουσης μουσοποιουν μουσοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μουσοποίουμαι μουσοποίει, μουσοποίῃ μουσοποίειται
Dual μουσοποίεισθον μουσοποίεισθον
Plural μουσοποιοῦμεθα μουσοποίεισθε μουσοποίουνται
SubjunctiveSingular μουσοποίωμαι μουσοποίῃ μουσοποίηται
Dual μουσοποίησθον μουσοποίησθον
Plural μουσοποιώμεθα μουσοποίησθε μουσοποίωνται
OptativeSingular μουσοποιοίμην μουσοποίοιο μουσοποίοιτο
Dual μουσοποίοισθον μουσοποιοίσθην
Plural μουσοποιοίμεθα μουσοποίοισθε μουσοποίοιντο
ImperativeSingular μουσοποίου μουσοποιεῖσθω
Dual μουσοποίεισθον μουσοποιεῖσθων
Plural μουσοποίεισθε μουσοποιεῖσθων, μουσοποιεῖσθωσαν
Infinitive μουσοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μουσοποιουμενος μουσοποιουμενου μουσοποιουμενη μουσοποιουμενης μουσοποιουμενον μουσοποιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Τὸν τοῦ Ζανὸσ ὅδ’ ὗμιν υἱὸν ὡνὴρ τὸν λεοντομάχαν, τὸν ὀξύχειρα, πρᾶτοσ τῶν ἐπάνωθε μουσοποιῶν Πείσανδροσ συνέγραψεν ὡκ Καμίρου χὥσουσ ἐξεπόνασεν εἶπ’ ἀέθλουσ. (Theocritus, Idylls1)
  • τὸν τῶ Ζανὸσ ὅδ’ ὗμιν υἱὸν ὡνήρ, τὸν λειοντομάχαν, τὸν ὀξύχειρα, πρᾶτοσ τῶν ἐπάνωθε μουσοποιῶν Πείσανδροσ συνέγραψεν οὑκ Καμείρου, χὄσσουσ ἐξεπόνασεν εἶπ’ ἀέθλουσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 5981)

Synonyms

  1. to write poetry

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION