Ancient Greek-English Dictionary Language

μονοσιτέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μονοσιτέω μονοσιτήσω

Structure: μονοσιτέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: si=tos

Sense

  1. to eat once in the day

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονοσίτω μονοσίτεις μονοσίτει
Dual μονοσίτειτον μονοσίτειτον
Plural μονοσίτουμεν μονοσίτειτε μονοσίτουσιν*
SubjunctiveSingular μονοσίτω μονοσίτῃς μονοσίτῃ
Dual μονοσίτητον μονοσίτητον
Plural μονοσίτωμεν μονοσίτητε μονοσίτωσιν*
OptativeSingular μονοσίτοιμι μονοσίτοις μονοσίτοι
Dual μονοσίτοιτον μονοσιτοίτην
Plural μονοσίτοιμεν μονοσίτοιτε μονοσίτοιεν
ImperativeSingular μονοσῖτει μονοσιτεῖτω
Dual μονοσίτειτον μονοσιτεῖτων
Plural μονοσίτειτε μονοσιτοῦντων, μονοσιτεῖτωσαν
Infinitive μονοσίτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μονοσιτων μονοσιτουντος μονοσιτουσα μονοσιτουσης μονοσιτουν μονοσιτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονοσίτουμαι μονοσίτει, μονοσίτῃ μονοσίτειται
Dual μονοσίτεισθον μονοσίτεισθον
Plural μονοσιτοῦμεθα μονοσίτεισθε μονοσίτουνται
SubjunctiveSingular μονοσίτωμαι μονοσίτῃ μονοσίτηται
Dual μονοσίτησθον μονοσίτησθον
Plural μονοσιτώμεθα μονοσίτησθε μονοσίτωνται
OptativeSingular μονοσιτοίμην μονοσίτοιο μονοσίτοιτο
Dual μονοσίτοισθον μονοσιτοίσθην
Plural μονοσιτοίμεθα μονοσίτοισθε μονοσίτοιντο
ImperativeSingular μονοσίτου μονοσιτεῖσθω
Dual μονοσίτεισθον μονοσιτεῖσθων
Plural μονοσίτεισθε μονοσιτεῖσθων, μονοσιτεῖσθωσαν
Infinitive μονοσίτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μονοσιτουμενος μονοσιτουμενου μονοσιτουμενη μονοσιτουμενης μονοσιτουμενον μονοσιτουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονοσιτήσω μονοσιτήσεις μονοσιτήσει
Dual μονοσιτήσετον μονοσιτήσετον
Plural μονοσιτήσομεν μονοσιτήσετε μονοσιτήσουσιν*
OptativeSingular μονοσιτήσοιμι μονοσιτήσοις μονοσιτήσοι
Dual μονοσιτήσοιτον μονοσιτησοίτην
Plural μονοσιτήσοιμεν μονοσιτήσοιτε μονοσιτήσοιεν
Infinitive μονοσιτήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μονοσιτησων μονοσιτησοντος μονοσιτησουσα μονοσιτησουσης μονοσιτησον μονοσιτησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονοσιτήσομαι μονοσιτήσει, μονοσιτήσῃ μονοσιτήσεται
Dual μονοσιτήσεσθον μονοσιτήσεσθον
Plural μονοσιτησόμεθα μονοσιτήσεσθε μονοσιτήσονται
OptativeSingular μονοσιτησοίμην μονοσιτήσοιο μονοσιτήσοιτο
Dual μονοσιτήσοισθον μονοσιτησοίσθην
Plural μονοσιτησοίμεθα μονοσιτήσοισθε μονοσιτήσοιντο
Infinitive μονοσιτήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μονοσιτησομενος μονοσιτησομενου μονοσιτησομενη μονοσιτησομενης μονοσιτησομενον μονοσιτησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION