Ancient Greek-English Dictionary Language

μολψ́νω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μολψ́νω

Structure: μόλψν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to stain, sully, defile, to make a beast of, to defile, to become vile, to wallow in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μόλψνω μόλψνεις μόλψνει
Dual μόλψνετον μόλψνετον
Plural μόλψνομεν μόλψνετε μόλψνουσιν*
SubjunctiveSingular μόλψνω μόλψνῃς μόλψνῃ
Dual μόλψνητον μόλψνητον
Plural μόλψνωμεν μόλψνητε μόλψνωσιν*
OptativeSingular μόλψνοιμι μόλψνοις μόλψνοι
Dual μόλψνοιτον μολψνοίτην
Plural μόλψνοιμεν μόλψνοιτε μόλψνοιεν
ImperativeSingular μόλψνε μολψνέτω
Dual μόλψνετον μολψνέτων
Plural μόλψνετε μολψνόντων, μολψνέτωσαν
Infinitive μόλψνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μολψνων μολψνοντος μολψνουσα μολψνουσης μολψνον μολψνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μόλψνομαι μόλψνει, μόλψνῃ μόλψνεται
Dual μόλψνεσθον μόλψνεσθον
Plural μολψνόμεθα μόλψνεσθε μόλψνονται
SubjunctiveSingular μόλψνωμαι μόλψνῃ μόλψνηται
Dual μόλψνησθον μόλψνησθον
Plural μολψνώμεθα μόλψνησθε μόλψνωνται
OptativeSingular μολψνοίμην μόλψνοιο μόλψνοιτο
Dual μόλψνοισθον μολψνοίσθην
Plural μολψνοίμεθα μόλψνοισθε μόλψνοιντο
ImperativeSingular μόλψνου μολψνέσθω
Dual μόλψνεσθον μολψνέσθων
Plural μόλψνεσθε μολψνέσθων, μολψνέσθωσαν
Infinitive μόλψνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μολψνομενος μολψνομενου μολψνομενη μολψνομενης μολψνομενον μολψνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to stain

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION