헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μικροπρέπεια

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μικροπρέπεια

형태분석: μικροπρεπει (어간) + ᾱ (어미)

  1. 비열함, 인색, 인색함, 비천함
  1. the character of a mikropreph/s, meanness, shabbiness

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μικροπρέπεια

비열함이

μικροπρεπείᾱ

비열함들이

μικροπρέπειαι

비열함들이

속격 μικροπρεπείᾱς

비열함의

μικροπρεπείαιν

비열함들의

μικροπρεπειῶν

비열함들의

여격 μικροπρεπείᾱͅ

비열함에게

μικροπρεπείαιν

비열함들에게

μικροπρεπείαις

비열함들에게

대격 μικροπρεπείᾱν

비열함을

μικροπρεπείᾱ

비열함들을

μικροπρεπείᾱς

비열함들을

호격 μικροπρεπείᾱ

비열함아

μικροπρεπείᾱ

비열함들아

μικροπρέπειαι

비열함들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μεγαλοπρέπεια δὲ ἀρετὴ ἐν δαπανήμασι μεγέθουσ ποιητική, μικροψυχία δὲ καὶ μικροπρέπεια τἀναντία. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 9 12:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 9 12:1)

  • ὃ μὲν γὰρ περὶ μεγάλα, ὃ δὲ περὶ μικρά, ὑπερβολὴ δὲ ἀπειροκαλία καὶ βαναυσία, ἔλλειψισ δὲ μικροπρέπεια· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 78:3)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 2 78:3)

  • τῆσ τοιαύτησ δ’ ἕξεωσ ἡ μὲν ἔλλειψισ μικροπρέπεια καλεῖται, ἡ δ’ ὑπερβολὴ βαναυσία καὶ ἀπειροκαλία καὶ ὅσαι τοιαῦται, οὐχ ὑπερβάλλουσαι τῷ μεγέθει περὶ ἃ δεῖ, ἀλλ’ ἐν οἷσ οὐ δεῖ καὶ ὡσ οὐ δεῖ λαμπρυνόμεναι· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 43:2)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 4 43:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION