Ancient Greek-English Dictionary Language

μητροφόνος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μητροφόνος μητροφόνον

Structure: μητροφον (Stem) + ος (Ending)

Etym.: Fe/nw

Sense

  1. murdering one's mother, matricidal
  2. a matricide

Examples

  • αἰδοῦσ δὲ καὶ φιλίασ καὶ βεβαιότητοσ, ἣν εἰργάσατο περὶ τοὺσ γάμουσ, ὁ χρόνοσ ἐστὶ μάρτυσ, ἐν γὰρ ἔτεσι τριάκοντα καὶ διακοσίοισ οὔτε ἀνὴρ ἐτόλμησε γυναικὸσ οὔτε γυνὴ κοινωνίαν ἀνδρὸσ ἐγκαταλιπεῖν, ἀλλ’ ὥσπερ ἐν Ἓλλησιν οἱ σφόδρα περιττοὶ τὸν πρῶτον ἔχουσιν εἰπεῖν πατροκτόνον ἢ μητροφόνον, οὕτω Ῥωμαῖοι πάντεσ ἴσασιν ὅτι Καρβίλιοσ Σπόριοσ ἀπεπέμψατο γυναῖκα πρῶτοσ, ἀπαιδίαν αἰτιασάμενοσ. (Plutarch, Comparison of Theseus and Romulus, chapter 6 3:2)

Synonyms

  1. murdering one's mother

  2. a matricide

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION