Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταρσιολεσχία

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: μεταρσιολεσχία

Structure: μεταρσιολεσχι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: le/sxhs

Sense

Examples

  • τοῦτον ὑπερφυῶσ τὸν ἄνδρα θαυμάσασ ὁ Περικλῆσ καὶ τῆσ λεγομένησ μετεωρολογίασ καὶ μεταρσιολεσχίασ ὑποπιμπλάμενοσ, οὐ μόνον, ὡσ ἐοίκε, τὸ φρόνημα σοβαρὸν καὶ τὸν λόγον ὑψηλὸν εἶχε καὶ καθαρὸν ὀχλικῆσ καὶ πανούργου βωμολοχίασ, ἀλλὰ καὶ προσώπου σύστασισ ἄθρυπτοσ εἰσ γέλωτα καὶ πρᾳότησ πορείασ καὶ καταστολὴ περιβολῆσ πρὸσ οὐδὲν ἐκταραττομένη πάθοσ ἐν τῷ λέγειν καὶ πλάσμα φωνῆσ ἀθόρυβον, καὶ ὅσα τοιαῦτα πάντασ θαυμαστῶσ ἐξέπληττε. (Plutarch, , chapter 5 1:1)
  • Τῆσ μεταρσιολεσχίασ α’. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. b'. QEOFRASTOS 8:3)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION