Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταρρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μεταρρέω μεταρρεύσομαι

Structure: μεταρρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to flow differently, to change to and fro, ebb and flow

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετάρρω μετάρρεις μετάρρει
Dual μετάρρειτον μετάρρειτον
Plural μετάρρουμεν μετάρρειτε μετάρρουσιν*
SubjunctiveSingular μετάρρω μετάρρῃς μετάρρῃ
Dual μετάρρητον μετάρρητον
Plural μετάρρωμεν μετάρρητε μετάρρωσιν*
OptativeSingular μετάρροιμι μετάρροις μετάρροι
Dual μετάρροιτον μεταρροίτην
Plural μετάρροιμεν μετάρροιτε μετάρροιεν
ImperativeSingular μετᾶρρει μεταρρεῖτω
Dual μετάρρειτον μεταρρεῖτων
Plural μετάρρειτε μεταρροῦντων, μεταρρεῖτωσαν
Infinitive μετάρρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταρρων μεταρρουντος μεταρρουσα μεταρρουσης μεταρρουν μεταρρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετάρρουμαι μετάρρει, μετάρρῃ μετάρρειται
Dual μετάρρεισθον μετάρρεισθον
Plural μεταρροῦμεθα μετάρρεισθε μετάρρουνται
SubjunctiveSingular μετάρρωμαι μετάρρῃ μετάρρηται
Dual μετάρρησθον μετάρρησθον
Plural μεταρρώμεθα μετάρρησθε μετάρρωνται
OptativeSingular μεταρροίμην μετάρροιο μετάρροιτο
Dual μετάρροισθον μεταρροίσθην
Plural μεταρροίμεθα μετάρροισθε μετάρροιντο
ImperativeSingular μετάρρου μεταρρεῖσθω
Dual μετάρρεισθον μεταρρεῖσθων
Plural μετάρρεισθε μεταρρεῖσθων, μεταρρεῖσθωσαν
Infinitive μετάρρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταρρουμενος μεταρρουμενου μεταρρουμενη μεταρρουμενης μεταρρουμενον μεταρρουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to flow differently

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION