- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεσεγγυάω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: mesengyaō 고전 발음: [메셍귀아오:] 신약 발음: [매생귀아오]

기본형: μεσεγγυάω

형태분석: μεσεγγυά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to deposit a pledge in the hands of a third party, to have one's, deposited in the hands of a third party

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεσεγγύω

μεσεγγύᾳς

μεσεγγύᾳ

쌍수 μεσεγγύατον

μεσεγγύατον

복수 μεσεγγύωμεν

μεσεγγύατε

μεσεγγύωσι(ν)

접속법단수 μεσεγγύω

μεσεγγύῃς

μεσεγγύῃ

쌍수 μεσεγγύητον

μεσεγγύητον

복수 μεσεγγύωμεν

μεσεγγύητε

μεσεγγύωσι(ν)

기원법단수 μεσεγγύῳμι

μεσεγγύῳς

μεσεγγύῳ

쌍수 μεσεγγύῳτον

μεσεγγυῷτην

복수 μεσεγγύῳμεν

μεσεγγύῳτε

μεσεγγύῳεν

명령법단수 μεσεγγῦα

μεσεγγυᾶτω

쌍수 μεσεγγύατον

μεσεγγυᾶτων

복수 μεσεγγύατε

μεσεγγυῶντων, μεσεγγυᾶτωσαν

부정사 μεσεγγύαν

분사 남성여성중성
μεσεγγυων

μεσεγγυωντος

μεσεγγυωσα

μεσεγγυωσης

μεσεγγυων

μεσεγγυωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεσεγγύωμαι

μεσεγγύᾳ

μεσεγγύαται

쌍수 μεσεγγύασθον

μεσεγγύασθον

복수 μεσεγγυῶμεθα

μεσεγγύασθε

μεσεγγύωνται

접속법단수 μεσεγγύωμαι

μεσεγγύῃ

μεσεγγύηται

쌍수 μεσεγγύησθον

μεσεγγύησθον

복수 μεσεγγυώμεθα

μεσεγγύησθε

μεσεγγύωνται

기원법단수 μεσεγγυῷμην

μεσεγγύῳο

μεσεγγύῳτο

쌍수 μεσεγγύῳσθον

μεσεγγυῷσθην

복수 μεσεγγυῷμεθα

μεσεγγύῳσθε

μεσεγγύῳντο

명령법단수 μεσεγγύω

μεσεγγυᾶσθω

쌍수 μεσεγγύασθον

μεσεγγυᾶσθων

복수 μεσεγγύασθε

μεσεγγυᾶσθων, μεσεγγυᾶσθωσαν

부정사 μεσεγγύασθαι

분사 남성여성중성
μεσεγγυωμενος

μεσεγγυωμενου

μεσεγγυωμενη

μεσεγγυωμενης

μεσεγγυωμενον

μεσεγγυωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION