헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μελλητής

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μελλητής μελλητοῦ

형태분석: μελλητ (어간) + ης (어미)

어원: me/llw

  1. a delayer, loiterer

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁρμήσασ γὰρ ἦν ἐνεργὸσ καὶ δραστήριοσ, τολμῆσαι δὲ μελλητὴσ καὶ ἄτολμοσ. (Plutarch, , chapter 16 8:2)

    (플루타르코스, , chapter 16 8:2)

  • κλοπῆσ δὲ ἱματίων αὐτῷ τοῦ Ἀγρίππου ἐπικαλουμένησ, καὶ ἀκριβῶσ δὲ ἐκεκλόφει, φυγὼν καὶ ληφθεὶσ ἀγωγῆσ αὐτοῦ ἐπὶ Πείσωνα γενομένησ, ὃσ ἦν φύλαξ τῆσ πόλεωσ, ἐρομένου τὴν αἰτίαν τῆσ φυγῆσ Καίσαρί φησιν ἀπορρήτουσ ἔχειν λόγουσ εἰπεῖν ἐπ’ ἀσφαλείᾳ τῆσ σωτηρίασ αὐτοῦ φέροντασ, ὥστε δήσασ αὐτὸν ἔστελλεν εἰσ τὰσ Καπρέασ, καὶ Τιβέριοσ τῷ αὑτοῦ τρόπῳ χρώμενοσ εἶχεν αὐτὸν δέσμιον, μελλητὴσ εἰ καί τισ ἕτεροσ βασιλέων ἢ τυράννων γενόμενοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 206:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 206:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION