헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μειλιχία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μειλιχία

형태분석: μειλιχι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from meili/ssw

  1. 친절, 온화, 부드러움, 연악함
  1. gentleness, softness, lukewarmness

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μειλιχία

친절이

μειλιχίᾱ

친절들이

μειλιχίαι

친절들이

속격 μειλιχίᾱς

친절의

μειλιχίαιν

친절들의

μειλιχιῶν

친절들의

여격 μειλιχίᾱͅ

친절에게

μειλιχίαιν

친절들에게

μειλιχίαις

친절들에게

대격 μειλιχίᾱν

친절을

μειλιχίᾱ

친절들을

μειλιχίᾱς

친절들을

호격 μειλιχίᾱ

친절아

μειλιχίᾱ

친절들아

μειλιχίαι

친절들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἑορτὰσ δὲ καὶ θυσίασ, ὥσπερ ἡμέρασ ἀποφράδασ καὶ σκυθρωπάσ, ἐν αἷσ ὠμοφαγίαι καὶ διασπασμοὶ νηστεῖαί τε καὶ κοπετοί, πολλαχοῦ δὲ πάλιν αἰσχρολογίαι πρὸσ ἱεροῖσ μανίαι τ’ ἀλαλαὶ τ’ ὀρινόμεναι ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ, θεῶν μὲν οὐδενὶ δαιμόνων δὲ φαύλων ἀποτροπῆσ ἕνεκα φήσαιμ’ ἂν τελεῖσθαι μειλίχια καὶ παραμύθια. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 142)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 142)

  • προϊόντι δὲ αὐτῷ καὶ γενομένῳ κατὰ τὸν Κηφισόν, ἄνδρεσ ἐκ τοῦ Φυταλιδῶν γένουσ ἀπαντήσαντεσ ἠσπάσαντο πρῶτοι, καὶ δεομένου καθαρθῆναι, τοῖσ νενομισμένοισ ἁγνίσαντεσ καὶ μειλίχια θύσαντεσ εἱστίασαν οἴκοι, μηδενὸσ πρότερον αὐτῷ φιλανθρώπου καθ’ ὁδὸν ἐντυχόντοσ. (Plutarch, chapter 12 1:1)

    (플루타르코스, chapter 12 1:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION