헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μειλίσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μειλίσσω

형태분석: μειλίσς (어간) + ω (인칭어미)

어원: mei/lia

  1. 진정시키다, 달래다, ~주변을 타고 돌다, 누그러뜨리다, 비위를 맞추다, 비례시키다, 비교하다, 평화롭게 하다
  1. to make mild, to appease, propitiate, to appease, by, to use soothing words, extenuate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μειλίσσω

(나는) 진정시킨다

μειλίσσεις

(너는) 진정시킨다

μειλίσσει

(그는) 진정시킨다

쌍수 μειλίσσετον

(너희 둘은) 진정시킨다

μειλίσσετον

(그 둘은) 진정시킨다

복수 μειλίσσομεν

(우리는) 진정시킨다

μειλίσσετε

(너희는) 진정시킨다

μειλίσσουσιν*

(그들은) 진정시킨다

접속법단수 μειλίσσω

(나는) 진정시키자

μειλίσσῃς

(너는) 진정시키자

μειλίσσῃ

(그는) 진정시키자

쌍수 μειλίσσητον

(너희 둘은) 진정시키자

μειλίσσητον

(그 둘은) 진정시키자

복수 μειλίσσωμεν

(우리는) 진정시키자

μειλίσσητε

(너희는) 진정시키자

μειλίσσωσιν*

(그들은) 진정시키자

기원법단수 μειλίσσοιμι

(나는) 진정시키기를 (바라다)

μειλίσσοις

(너는) 진정시키기를 (바라다)

μειλίσσοι

(그는) 진정시키기를 (바라다)

쌍수 μειλίσσοιτον

(너희 둘은) 진정시키기를 (바라다)

μειλισσοίτην

(그 둘은) 진정시키기를 (바라다)

복수 μειλίσσοιμεν

(우리는) 진정시키기를 (바라다)

μειλίσσοιτε

(너희는) 진정시키기를 (바라다)

μειλίσσοιεν

(그들은) 진정시키기를 (바라다)

명령법단수 μείλισσε

(너는) 진정시켜라

μειλισσέτω

(그는) 진정시켜라

쌍수 μειλίσσετον

(너희 둘은) 진정시켜라

μειλισσέτων

(그 둘은) 진정시켜라

복수 μειλίσσετε

(너희는) 진정시켜라

μειλισσόντων, μειλισσέτωσαν

(그들은) 진정시켜라

부정사 μειλίσσειν

진정시키는 것

분사 남성여성중성
μειλισσων

μειλισσοντος

μειλισσουσα

μειλισσουσης

μειλισσον

μειλισσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μειλίσσομαι

(나는) 진정한다

μειλίσσει, μειλίσσῃ

(너는) 진정한다

μειλίσσεται

(그는) 진정한다

쌍수 μειλίσσεσθον

(너희 둘은) 진정한다

μειλίσσεσθον

(그 둘은) 진정한다

복수 μειλισσόμεθα

(우리는) 진정한다

μειλίσσεσθε

(너희는) 진정한다

μειλίσσονται

(그들은) 진정한다

접속법단수 μειλίσσωμαι

(나는) 진정하자

μειλίσσῃ

(너는) 진정하자

μειλίσσηται

(그는) 진정하자

쌍수 μειλίσσησθον

(너희 둘은) 진정하자

μειλίσσησθον

(그 둘은) 진정하자

복수 μειλισσώμεθα

(우리는) 진정하자

μειλίσσησθε

(너희는) 진정하자

μειλίσσωνται

(그들은) 진정하자

기원법단수 μειλισσοίμην

(나는) 진정하기를 (바라다)

μειλίσσοιο

(너는) 진정하기를 (바라다)

μειλίσσοιτο

(그는) 진정하기를 (바라다)

쌍수 μειλίσσοισθον

(너희 둘은) 진정하기를 (바라다)

μειλισσοίσθην

(그 둘은) 진정하기를 (바라다)

복수 μειλισσοίμεθα

(우리는) 진정하기를 (바라다)

μειλίσσοισθε

(너희는) 진정하기를 (바라다)

μειλίσσοιντο

(그들은) 진정하기를 (바라다)

명령법단수 μειλίσσου

(너는) 진정해라

μειλισσέσθω

(그는) 진정해라

쌍수 μειλίσσεσθον

(너희 둘은) 진정해라

μειλισσέσθων

(그 둘은) 진정해라

복수 μειλίσσεσθε

(너희는) 진정해라

μειλισσέσθων, μειλισσέσθωσαν

(그들은) 진정해라

부정사 μειλίσσεσθαι

진정하는 것

분사 남성여성중성
μειλισσομενος

μειλισσομενου

μειλισσομενη

μειλισσομενης

μειλισσομενον

μειλισσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμείλισσον

(나는) 진정시키고 있었다

ἐμείλισσες

(너는) 진정시키고 있었다

ἐμείλισσεν*

(그는) 진정시키고 있었다

쌍수 ἐμειλίσσετον

(너희 둘은) 진정시키고 있었다

ἐμειλισσέτην

(그 둘은) 진정시키고 있었다

복수 ἐμειλίσσομεν

(우리는) 진정시키고 있었다

ἐμειλίσσετε

(너희는) 진정시키고 있었다

ἐμείλισσον

(그들은) 진정시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμειλισσόμην

(나는) 진정하고 있었다

ἐμειλίσσου

(너는) 진정하고 있었다

ἐμειλίσσετο

(그는) 진정하고 있었다

쌍수 ἐμειλίσσεσθον

(너희 둘은) 진정하고 있었다

ἐμειλισσέσθην

(그 둘은) 진정하고 있었다

복수 ἐμειλισσόμεθα

(우리는) 진정하고 있었다

ἐμειλίσσεσθε

(너희는) 진정하고 있었다

ἐμειλίσσοντο

(그들은) 진정하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παρῆν δὲ μειλισσομένη τὸν Γαβίνιον κατὰ δέοσ τῶν ἐπὶ τῆσ Ῥώμησ αἰχμαλώτων, τοῦ τε ἀνδρὸσ καὶ τῶν ἄλλων τέκνων. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 239:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 239:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION