Ancient Greek-English Dictionary Language

μεγαλειότης

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεγαλειότης μεγαλειότητος

Structure: μεγαλειοτητ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. majesty

Examples

  • οὐ μόνον δὲ τοῦτο κινδυνεύει ἡμῖν τὸ μέροσ εἰσ ἀπελεγμὸν ἐλθεῖν, ἀλλὰ καὶ τὸ τῆσ μεγάλησ θεᾶσ Ἀρτέμιδοσ ἱερὸν εἰσ οὐθὲν λογισθῆναι, μέλλειν τε καὶ καθαιρεῖσθαι τῆσ μεγαλειότητοσ αὐτῆσ, ἣν ὅλη [ἡ] Ἀσία καὶ [ἡ] οἰκουμένη σέβεται. (, chapter 19 28:1)
  • οὐ γὰρ σεσοφισμένοισ μύθοισ ἐξακολουθήσαντεσ ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ιἠσοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ’ ἐπόπται γενηθέντεσ τῆσ ἐκείνου μεγαλειότητοσ. (PETROU B, chapter 1 18:1)

Synonyms

  1. majesty

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION