Ancient Greek-English Dictionary Language

μαστροπεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαστροπεύω μαστροπεύσω

Structure: μαστροπεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from mastropo/s

Sense

  1. to play the pandar, to seduce

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστροπεύω μαστροπεύεις μαστροπεύει
Dual μαστροπεύετον μαστροπεύετον
Plural μαστροπεύομεν μαστροπεύετε μαστροπεύουσιν*
SubjunctiveSingular μαστροπεύω μαστροπεύῃς μαστροπεύῃ
Dual μαστροπεύητον μαστροπεύητον
Plural μαστροπεύωμεν μαστροπεύητε μαστροπεύωσιν*
OptativeSingular μαστροπεύοιμι μαστροπεύοις μαστροπεύοι
Dual μαστροπεύοιτον μαστροπευοίτην
Plural μαστροπεύοιμεν μαστροπεύοιτε μαστροπεύοιεν
ImperativeSingular μαστρόπευε μαστροπευέτω
Dual μαστροπεύετον μαστροπευέτων
Plural μαστροπεύετε μαστροπευόντων, μαστροπευέτωσαν
Infinitive μαστροπεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστροπευων μαστροπευοντος μαστροπευουσα μαστροπευουσης μαστροπευον μαστροπευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστροπεύομαι μαστροπεύει, μαστροπεύῃ μαστροπεύεται
Dual μαστροπεύεσθον μαστροπεύεσθον
Plural μαστροπευόμεθα μαστροπεύεσθε μαστροπεύονται
SubjunctiveSingular μαστροπεύωμαι μαστροπεύῃ μαστροπεύηται
Dual μαστροπεύησθον μαστροπεύησθον
Plural μαστροπευώμεθα μαστροπεύησθε μαστροπεύωνται
OptativeSingular μαστροπευοίμην μαστροπεύοιο μαστροπεύοιτο
Dual μαστροπεύοισθον μαστροπευοίσθην
Plural μαστροπευοίμεθα μαστροπεύοισθε μαστροπεύοιντο
ImperativeSingular μαστροπεύου μαστροπευέσθω
Dual μαστροπεύεσθον μαστροπευέσθων
Plural μαστροπεύεσθε μαστροπευέσθων, μαστροπευέσθωσαν
Infinitive μαστροπεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστροπευομενος μαστροπευομενου μαστροπευομενη μαστροπευομενης μαστροπευομενον μαστροπευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστροπεύσω μαστροπεύσεις μαστροπεύσει
Dual μαστροπεύσετον μαστροπεύσετον
Plural μαστροπεύσομεν μαστροπεύσετε μαστροπεύσουσιν*
OptativeSingular μαστροπεύσοιμι μαστροπεύσοις μαστροπεύσοι
Dual μαστροπεύσοιτον μαστροπευσοίτην
Plural μαστροπεύσοιμεν μαστροπεύσοιτε μαστροπεύσοιεν
Infinitive μαστροπεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστροπευσων μαστροπευσοντος μαστροπευσουσα μαστροπευσουσης μαστροπευσον μαστροπευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστροπεύσομαι μαστροπεύσει, μαστροπεύσῃ μαστροπεύσεται
Dual μαστροπεύσεσθον μαστροπεύσεσθον
Plural μαστροπευσόμεθα μαστροπεύσεσθε μαστροπεύσονται
OptativeSingular μαστροπευσοίμην μαστροπεύσοιο μαστροπεύσοιτο
Dual μαστροπεύσοισθον μαστροπευσοίσθην
Plural μαστροπευσοίμεθα μαστροπεύσοισθε μαστροπεύσοιντο
Infinitive μαστροπεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστροπευσομενος μαστροπευσομενου μαστροπευσομενη μαστροπευσομενης μαστροπευσομενον μαστροπευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION