- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λώφησις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: lōphēsis 고전 발음: [로:페:시] 신약 발음: [로페시]

기본형: λώφησις λώφησιος

형태분석: λωφησι (어간) + ς (어미)

  1. 휴전, 정전, 휴지
  1. abatement, cessation

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λώφησις

휴전이

λωφήσει

휴전들이

λωφήσεις

휴전들이

속격 λωφήσεως

휴전의

λωφήσοιν

휴전들의

λωφήσεων

휴전들의

여격 λωφήσει

휴전에게

λωφήσοιν

휴전들에게

λωφήσεσι(ν)

휴전들에게

대격 λώφησιν

휴전을

λωφήσει

휴전들을

λωφήσεις

휴전들을

호격 λώφησι

휴전아

λωφήσει

휴전들아

λωφήσεις

휴전들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰλήφεσαν δ ἀφορμὴν τῷ ἐγχειρήματι πρέπουσαν ἐπιδρομάς τε καὶ λεηλασίας κακουμένης τῆς χώρας ὑπὸ τῶν πολεμίων θαμινά, τά τ ἄλλα, ὅσα ἐκ τοῦ πράγματος χρηστὰ ἦν, ἐπιλογιζομένοις, ὑπερορίου στρατιᾶς ἐκπεμφθείσης ὡς εὐπορωτέρᾳ μὲν ἕξουσι τῇ ἀγορᾷ χρῆσθαι οἱ ὑπολειφθέντες ἐλάττους γενόμενοι, ἐν ἀφθονωτέροις δὲ διάξουσι τοῖς ἐπιτηδείοις οἱ τὰ ὅπλα ἔχοντες ἐκ τῶν πολεμίων ἐπισιτιζόμενοι, λωφήσει δ ἡ στάσις, ὅσον ἂν ἡ στρατεία κατέχῃ χρόνον: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 19 1:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 19 1:2)

  • ὡς οὔ τοι ποταμῷ γε δαμήμεναι αἴσιμόν ἐστιν, ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός: (Homer, Iliad, Book 21 22:5)

    (호메로스, 일리아스, Book 21 22:5)

유의어

  1. 휴전

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION