헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λοιδορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λοιδορέω

형태분석: λοιδορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: loi/doros

  1. 고발하다, 모욕하다, 중상하다
  1. I insult, revile

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λοιδόρω

(나는) 고발한다

λοιδόρεις

(너는) 고발한다

λοιδόρει

(그는) 고발한다

쌍수 λοιδόρειτον

(너희 둘은) 고발한다

λοιδόρειτον

(그 둘은) 고발한다

복수 λοιδόρουμεν

(우리는) 고발한다

λοιδόρειτε

(너희는) 고발한다

λοιδόρουσιν*

(그들은) 고발한다

접속법단수 λοιδόρω

(나는) 고발하자

λοιδόρῃς

(너는) 고발하자

λοιδόρῃ

(그는) 고발하자

쌍수 λοιδόρητον

(너희 둘은) 고발하자

λοιδόρητον

(그 둘은) 고발하자

복수 λοιδόρωμεν

(우리는) 고발하자

λοιδόρητε

(너희는) 고발하자

λοιδόρωσιν*

(그들은) 고발하자

기원법단수 λοιδόροιμι

(나는) 고발하기를 (바라다)

λοιδόροις

(너는) 고발하기를 (바라다)

λοιδόροι

(그는) 고발하기를 (바라다)

쌍수 λοιδόροιτον

(너희 둘은) 고발하기를 (바라다)

λοιδοροίτην

(그 둘은) 고발하기를 (바라다)

복수 λοιδόροιμεν

(우리는) 고발하기를 (바라다)

λοιδόροιτε

(너희는) 고발하기를 (바라다)

λοιδόροιεν

(그들은) 고발하기를 (바라다)

명령법단수 λοιδο͂ρει

(너는) 고발해라

λοιδορεῖτω

(그는) 고발해라

쌍수 λοιδόρειτον

(너희 둘은) 고발해라

λοιδορεῖτων

(그 둘은) 고발해라

복수 λοιδόρειτε

(너희는) 고발해라

λοιδοροῦντων, λοιδορεῖτωσαν

(그들은) 고발해라

부정사 λοιδόρειν

고발하는 것

분사 남성여성중성
λοιδορων

λοιδορουντος

λοιδορουσα

λοιδορουσης

λοιδορουν

λοιδορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λοιδόρουμαι

(나는) 고발된다

λοιδόρει, λοιδόρῃ

(너는) 고발된다

λοιδόρειται

(그는) 고발된다

쌍수 λοιδόρεισθον

(너희 둘은) 고발된다

λοιδόρεισθον

(그 둘은) 고발된다

복수 λοιδοροῦμεθα

(우리는) 고발된다

λοιδόρεισθε

(너희는) 고발된다

λοιδόρουνται

(그들은) 고발된다

접속법단수 λοιδόρωμαι

(나는) 고발되자

λοιδόρῃ

(너는) 고발되자

λοιδόρηται

(그는) 고발되자

쌍수 λοιδόρησθον

(너희 둘은) 고발되자

λοιδόρησθον

(그 둘은) 고발되자

복수 λοιδορώμεθα

(우리는) 고발되자

λοιδόρησθε

(너희는) 고발되자

λοιδόρωνται

(그들은) 고발되자

기원법단수 λοιδοροίμην

(나는) 고발되기를 (바라다)

λοιδόροιο

(너는) 고발되기를 (바라다)

λοιδόροιτο

(그는) 고발되기를 (바라다)

쌍수 λοιδόροισθον

(너희 둘은) 고발되기를 (바라다)

λοιδοροίσθην

(그 둘은) 고발되기를 (바라다)

복수 λοιδοροίμεθα

(우리는) 고발되기를 (바라다)

λοιδόροισθε

(너희는) 고발되기를 (바라다)

λοιδόροιντο

(그들은) 고발되기를 (바라다)

명령법단수 λοιδόρου

(너는) 고발되어라

λοιδορεῖσθω

(그는) 고발되어라

쌍수 λοιδόρεισθον

(너희 둘은) 고발되어라

λοιδορεῖσθων

(그 둘은) 고발되어라

복수 λοιδόρεισθε

(너희는) 고발되어라

λοιδορεῖσθων, λοιδορεῖσθωσαν

(그들은) 고발되어라

부정사 λοιδόρεισθαι

고발되는 것

분사 남성여성중성
λοιδορουμενος

λοιδορουμενου

λοιδορουμενη

λοιδορουμενης

λοιδορουμενον

λοιδορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλοιδο͂ρουν

(나는) 고발하고 있었다

ἐλοιδο͂ρεις

(너는) 고발하고 있었다

ἐλοιδο͂ρειν*

(그는) 고발하고 있었다

쌍수 ἐλοιδόρειτον

(너희 둘은) 고발하고 있었다

ἐλοιδορεῖτην

(그 둘은) 고발하고 있었다

복수 ἐλοιδόρουμεν

(우리는) 고발하고 있었다

ἐλοιδόρειτε

(너희는) 고발하고 있었다

ἐλοιδο͂ρουν

(그들은) 고발하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλοιδοροῦμην

(나는) 고발되고 있었다

ἐλοιδόρου

(너는) 고발되고 있었다

ἐλοιδόρειτο

(그는) 고발되고 있었다

쌍수 ἐλοιδόρεισθον

(너희 둘은) 고발되고 있었다

ἐλοιδορεῖσθην

(그 둘은) 고발되고 있었다

복수 ἐλοιδοροῦμεθα

(우리는) 고발되고 있었다

ἐλοιδόρεισθε

(너희는) 고발되고 있었다

ἐλοιδόρουντο

(그들은) 고발되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν δὲ λοιδορῶνται δύο ἄνδρεσ καὶ πατάξῃ τισ τὸν πλησίον λίθῳ ἢ πυγμῇ, καὶ μὴ ἀποθάνῃ, κατακλιθῇ δὲ ἐπὶ τὴν κοίτην, (Septuagint, Liber Exodus 21:18)

    (70인역 성경, 탈출기 21:18)

  • "τί μοι λοιδορῇ καὶ ἄθλιον ἀποκαλεῖσ καὶ δύσμορον πολύ σου βελτίω καὶ μακαριώτερον γεγενημένον; (Lucian, (no name) 16:4)

    (루키아노스, (no name) 16:4)

  • "ἐκείνῳ γάρ, ὡσ εἰκόσ, ὀλίγον ἔμελεν τῶν βλασφημιῶν καὶ οὐκ ἠξίου τὴν ^ φιλοσοφίαν ὑποδυόμενόν τινα κολάζειν ἐπὶ ῥήμασι καὶ μάλιστα τέχνην τινὰ τὸ λοιδορεῖσθαι πεποιημένον. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:41)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:41)

  • τὸ δὲ μέγιστον, ὅτι καὶ λοιδορεῖται τῇ Μέθῃ πρὸσ ἐμοῦ ἐπαρθεὶσ καὶ μυρία κακὰ διέξεισι περὶ αὐτῆσ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 16:6)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 16:6)

  • τὰ δ’ ἡμέτερα πάνυ ῥᾷστα, ὡσ οἶσθα,, καὶ ἐσ μίμησιν πρόχειρα ‐ τὰ προφανῆ λέγω ‐ καὶ οὐ πολλῆσ τῆσ πραγματείασ δεῖ τριβώνιον περιβαλέσθαι καὶ πήραν ἐξαρτήσασθαι καὶ ξύλον ἐν τῇ χειρὶ ἔχειν καὶ βοᾶν, μᾶλλον δὲ ὀγκᾶσθαι ἢ ὑλακτεῖν, καὶ λοιδορεῖσθαι ἅπασιν· (Lucian, Fugitivi, (no name) 14:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 14:1)

유의어

  1. 고발하다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION