Ancient Greek-English Dictionary Language

λιθώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λιθώδης λιθώδες

Structure: λιθωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like stone, stony

Examples

  • μέχρι μὲν δὴ τῆσ τούτων τῶν Σκυθέων χώρησ ἐστὶ ἡ καταλεχθεῖσα πᾶσα πεδιάσ τε γῆ καὶ βαθύγαιοσ, τὸ δ’ ἀπὸ τούτου λιθώδησ τ’ ἐστὶ καὶ τρηχέα. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 23 1:1)
  • ἔστι δ’ οὗτοσ ἔρημοσ αἰγιαλὸσ καὶ λιθώδησ, ἀλίμενοσ, ἀναπεπταμένοσ πολὺσ πρὸσ τοὺσ βορέασ, σταδίων ὅσον ἑπτακοσίων μέχρι Κυανέων τὸ μῆκοσ, πρὸσ ὃν οἱ ἐκπίπτοντεσ ὑπὸ τῶν Ἀστῶν διαρπάζονται τῶν ὑπερκειμένων, Θρᾳκίου ἔθνουσ. (Strabo, Geography, Book 7, chapter 6 2:14)
  • ἐφεξῆσ δ’ ἐστὶν αἰγιαλὸσ λιθώδησ, καὶ μετὰ τοῦτον τραχεῖα καὶ δυσπαράπλευστοσ ὅσον χιλίων σταδίων παραλία σπάνει λιμένων καὶ ἀγκυροβολίων· (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 35:21)

Synonyms

  1. like stone

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION