Ancient Greek-English Dictionary Language

λιθώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λιθώδης λιθώδες

Structure: λιθωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like stone, stony

Examples

  • λιθώδη γὰρ ὄντα καὶ βαρέα λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέροσ, ἕλκεσθαι δὲ ὑπὸ βίασ σφιγγόμενα δίνῃ καὶ τόνῳ τῆσ περιφορᾶσ, ὥσ που καὶ τὸ πρῶτον ἐκρατήθη μὴ πεσεῖν δεῦρο, τῶν ψυχρῶν καὶ βαρέων ἀποκρινομένων τοῦ παντόσ. (Plutarch, , chapter 12 2:3)
  • τὰ γὰρ ὀρεινὴν διεξιόντα γῆν καὶ λιθώδη στερρότερα τῶν ἑλείων καὶ πεδινῶν ἐστι· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 11:3)

Synonyms

  1. like stone

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION