- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λινόδεσμος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: linodesmos 고전 발음: [리노데] 신약 발음: [리노대]

기본형: λινόδεσμος λινόδεσμον

형태분석: λινοδεσμ (어간) + ος (어미)

어원: = λινόδετος, Aesch.

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 λινόδεσμος

(이)가

λινόδεσμον

(것)가

속격 λινοδέσμου

(이)의

λινοδέσμου

(것)의

여격 λινοδέσμῳ

(이)에게

λινοδέσμῳ

(것)에게

대격 λινόδεσμον

(이)를

λινόδεσμον

(것)를

호격 λινόδεσμε

(이)야

λινόδεσμον

(것)야

쌍수주/대/호 λινοδέσμω

(이)들이

λινοδέσμω

(것)들이

속/여 λινοδέσμοιν

(이)들의

λινοδέσμοιν

(것)들의

복수주격 λινόδεσμοι

(이)들이

λινόδεσμα

(것)들이

속격 λινοδέσμων

(이)들의

λινοδέσμων

(것)들의

여격 λινοδέσμοις

(이)들에게

λινοδέσμοις

(것)들에게

대격 λινοδέσμους

(이)들을

λινόδεσμα

(것)들을

호격 λινόδεσμοι

(이)들아

λινόδεσμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πεπέρακεν μὲν ὁ περσέπτολις ἤδη βασίλειος στρατὸς εἰς ἀν- τίπορον γείτονα χώραν, λινοδέσμῳ σχεδίᾳ πορθ- μὸν ἀμείψας Ἀθαμαντίδος Ἕλλας, πολύγομφον ὅδισμα ζυγὸν ἀμφιβαλὼν αὐχένι πόντου. (Aeschylus, Persians, choral, strophe 11)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, choral, strophe 11)

  • ἔδειξαν δ ὅτι οὐ λινοδέσμῳ σχεδίᾳ τοὺς πορθμοὺς ζευγνύντα δεῖ διαβαίνειν οὐδὲ τοῖς ὑψηλοτάτοις τῶν ὀρῶν προσπαλαίειν, ὥσπερ τι κάλλιον, ἀλλ ἀνδρείᾳ καὶ γνώμῃ προέχοντας κρατεῖν πανταχοῦ καλλίστοις ἁπάντων ἐφοδίοις οἶμαι καὶ καθαρῶς οἴκοθεν: (Aristides, Aelius, Orationes, 62:4)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 62:4)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION